Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εργασιακά δικαιώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εργασιακά δικαιώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

18 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΙ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ

18 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΙ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
 
Οι 18 ερμηνευτικοί εγκύκλιοι του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό που περιλαμβάνονται στο νόμο 4093/2012 έχουν αναρτηθεί στο site της Διαύγεια (http://diavgeia.gov.gr)
(4034 KB)Περισσότερα

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΓΣΕΕ: Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΡΙΝΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΜΕΤΡΑ



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΣΕΕ
16/11/2012
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΡΙΝΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΜΕΤΡΑ


Πολλαπλές, σοβαρές και εκτεταμένες παραβιάσεις των διεθνών υποχρεώσεων της Ελλάδας για την προστασία της συλλογικής αυτονομίας, του απαραβίαστου των όρων των ΣΣΕ και των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων διαπιστώνει η τριμερής Επιτροπή Συνδικαλιστικής Ελευθερίας, το ανώτατο ελεγκτικό όργανο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Η Επιτροπή ζητά επίσης την αναθεώρηση των μέτρων αυτών όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα από τον έλεγχο της προσφυγής της Γ.Σ.Ε.Ε. κατά των μνημονιακών μέτρων που επιβλήθηκαν σε βάρος των εργαζομένων, από τον Ιανουάριο του 2010 έως και σήμερα.
Στο ογκώδες κείμενο συμπερασμάτων που αφορούν στην εξέταση των καταγγελιών ––τις οποίες η ΓΣΕΕ επικαιροποίησε έξι φορές με αδιάσειστα  στοιχεία–για την κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας 87 (προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας) και 98 (προστασία των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων), διατυπώνονται βαρύνουσες επισημάνσεις για την απαράδεκτη κατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών στην Ελλάδα.
Μετά την ιστορική αυτή απόφαση που δικαιώνει μια τεράστια προσπάθεια δυο ετών, η Γ.Σ.Ε.Ε. και οι συνδικαλιστικές τις  οργανώσεις θα συνεχίσουν και θα εντείνουν τον αγώνα και νομικά κατά των μνημονιακών μέτρων.
Καλούμε  το σύνολο της ελληνικής Δικαιοσύνης να αξιοποιήσει το διεθνές αυτό νομολογιακό δεδομένο, να αναγνωρίσει την παραβίαση του ελληνικού Συντάγματος και των θεμελιωδών Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και να ακυρώσει τα μέτρα που θίγουν τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων, προσβάλλοντας βάναυσα κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα.


Παραθέτουμε κρίσιμα σημεία της απόφασης για την Ελλάδα της Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας (Έκθεση αρ.365), όπου αναφέρεται ότι συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των αρχών και δικαιωμάτων που προστατεύουν οι θεμελιώδεις ΔΣΕ 87 και 98:
• Οι επαναλαμβανόμενες και εκτεταμένες παρεμβάσεις του Κράτους με διαρκή νομοθετικά μέτρα στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων του ν.1876/1990 οδηγούν στην αποσταθεροποίηση συνολικά των εργασιακών σχέσεων, καθώς απογυμνώνουν τους εργαζόμενους από τα θεμελιώδη συλλογικά δικαιώματα και μέσα για την υπεράσπιση των οικονομικών και κοινωνικών τους συμφερόντων. Τέτοια απαγορευμένη παρέμβαση είναι αυτή στο θεσμό, τη διαδικασία και το περιεχόμενο της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ και εν γένει στη συλλογική αυτονομία των εθνικών κοινωνικών διαπραγματευτών ως προς τη θέσπιση κατώτατων ενιαίων όρων αμοιβής και εργασίας. Το Κράτος οφείλει αφενός να διασφαλίζει μέσω της νομοθεσίας του και αφετέρου να απέχει από πράξεις που παραβιάζουν το δικαίωμα των κοινωνικών διαπραγματευτών (εργαζομένων και εργοδοτών) να οργανώνουν ελεύθερα τη δράση και τις αποφάσεις τους.
à Η Επιτροπή ζητά από την Κυβέρνηση την έναρξη τριμερούς διαρκούς και εντατικού διαλόγου για την αναθεώρηση αυτών των μέτρων χωρίς καθυστέρηση, με ειδικό βάρος στον τρόπο καθορισμού του εθνικού κατώτατου μισθού.
• Οι διαδοχικές, σκληρές και μόνιμες μειώσεις μισθών μονομερώς από το Κράτος στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα κατά παράβαση όρων ΣΣΕ που ήταν σε ισχύ. Η ανάγκη λήψης μέτρων αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμους περιορισμούς, αλλά μόνο και εξαιρετικά σε μέτρα που έχουν μόνο προσωρινό-έκτακτο χαρακτήρα με ανώτατο χρονικό όριο εφαρμογής το πολύ τα 3 χρόνια, αφού εξαντληθούν οι προσπάθειες άρσης τους νωρίτερα.
à Η Επιτροπή ζητά άμεσα την έναρξη κοινωνικού διαλόγου για την αναθεώρηση των μέτρων , λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές επιπτώσεις τους στους εργαζόμενους και την προστασία των ορίων διαβίωσής τους.
• Το μέτρο της εφεδρείας και γενικά κάθε μέτρο επιβολής μαζικών απολύσεων-αποχωρήσεων από το Κράτος του προσωπικού του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα συνιστά, ανάμεσα σε άλλα, παρέμβαση στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αντίστοιχων χώρων, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι το Κράτος ώφειλε να προβεί σε εξαντλητικό διάλογο μαζί τους με σκοπό να σχεδιάσει το εργασιακό μέλλον των εργαζομένων αυτών.
à Η Επιτροπή ζητά από την Κυβέρνηση να ξεκινήσει άμεσα και σε βάθος διάλογο με τις αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσει .
• Η μόνιμη και διαρκής μείωση των μισθών για τους νέους εργαζόμενους έως 25 ετών, με τη δικαιολογία δήθεν της μείωσης της μακροχρόνιας ανεργίας, η οποία έχει και επίπτωση στην κάλυψη από τα σωματεία και τις ΣΣΕ.
à Η Επιτροπή ζητά από την Κυβέρνηση τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι όλως εξαιρετικά και να μην υπερβαίνουν σε διάρκεια τον ένα χρόνο.
• Η νομοθετική παρέμβαση στο θεσμό της επέκτασης της ισχύος των κλαδικών/ομοιεπαγγελματικών ΣΣΕ (κήρυξή τους ως γενικά υποχρεωτικών) και στην αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στους όρους εργασίας. Η νομοθεσία δεν επιτρέπεται να βάζει εμπόδια στη συλλογική διαπραγμάτευση σε κλαδικό (ανώτερο) επίπεδο. Η συστηματική και αποκλειστική προώθηση των επιχειρησιακών ΣΣΕ και της δυνατότητας θέσπισης δυσμενέστερων όρων εργασίας οδηγούν σε επικίνδυνη αποσταθεροποίηση τον μηχανισμό συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και τις ίδιες τις οργανώσεις των εργαζομένων, αλλά και των εργοδοτών, σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές των ΔΣΕ 87 και 98.
• Η χορήγηση διαπραγματευτικής δυνατότητας με δεσμευτικά αποτελέσματα για το σύνολο των εργαζομένων μιας επιχείρησης, στις ενώσεις προσώπων, οι οποίες δεν πληρούν τις απαιτούμενες εγγυήσεις δημοκρατικής εκλογής και ανεξαρτησίας που απαιτούνται για τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των εργαζομένων.
à Η Επιτροπή ζητά την αναθεώρηση των σχετικών διατάξεων, ύστερα από κοινωνικό διάλογο, με σκοπό τη διασφάλιση του ρόλου των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.
• Η παρέμβαση με νόμο και ο περιορισμός του περιεχομένου της διαιτητικής απόφασης μόνο στον καθορισμό του μισθού, στερώντας τη δυνατότητα διαμόρφωσης ελεύθερα γνώμης από τον ανεξάρτητο διαιτητή.
à Λαμβάνοντας υπόψη την επίπτωση στους κρίσιμους λοιπούς κατώτατους όρους εργασίας, η Επιτροπή ζητά την άμεση αναθεώρηση των μέτρων αυτών, ύστερα από κοινωνικό διάλογο.
• Το κλείσιμο του ΟΕΚ και της Εργατικής Εστίας, που χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από τους εργοδότες και τους εργαζόμενους, ειδικά στο βαθμό που αυτό έχει σοβαρή επίπτωση στις κοινωνικές δράσεις και τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τις παροχές στέγασης προς τους εργαζόμενους και τη λειτουργία του Ο.ΜΕ.Δ., ώστε να είναι ανεξάρτητος από το Κράτος στην παροχή υπηρεσιών μεσολάβησης και διαιτησίας.
à Η Επιτροπή ζητά άμεσα ενημέρωση από την Κυβέρνηση για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την αποκατάσταση των κοινωνικών παροχών, αλλά και της εύρυθμης λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων και του Ο.ΜΕ.Δ..
Σημείωση: Για την ορθή παραπομπή στα κρίσιμα αυτά Συμπεράσματα, παραθέτουμε τον σύνδεσμο στο πλήρες κείμενο της απόφασης (σελίδες 223-274, παράγραφοι 784-1024).
http://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/---ed_norm/---relconf/documents/meetingdocument/wcms_193260.pdf

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Η προϊστορία του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων

Tου Tάκη Κατσιμάρδου
Αναδημοσίευση απο εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ" 10/11/2012
 
Καθώς οι εργασιακές σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο της σημερινής δίνης, ας ρίξουμε μερικές ματιές στην προϊστορία και ιστορία του ζητήματος. Η πραγματική ιστορία τους αρχίζει τη δεκαετία του 1880. Τότε, για πρώτη φορά γίνεται έμμεση αναφορά τους. Σύμφωνα με τον ποινική νομοθεσία της εποχής θεωρούνταν αδίκημα «η εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας των εργατών ή των εργοδοτών επί σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεως».

Αυτή η ίση μεταχείριση ερχόταν σ΄ αντίθεση με την αντίστοιχη νομοθεσία της μοναρχικής οθωνικής περιόδου. Εκεί, καθιερωνόταν «η προνομιακή θέση των καθυστερούμενων μισθών των υπηρετών, εργατών και ημερομισθίων». Ο εμπνευστής της Μάουερ επέτρεπε τον σχηματισμό σωματείων (φιλανθρωπικά ή επιστημονικά), αλλά απαγόρευε τα πολιτικά και θρησκευτικά.

Η υποψία προς τις «πολιτικές ενώσεις» διατηρήθηκε στο ακέραιο και στο Σύνταγμα του 1844. Τότε παραλείφτηκε η σχετική διάταξη, η οποία περιλαμβανόταν στο βελγικό πρότυπό του.
Η προϊστορία του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων

Το νέο Σύνταγμα (1864), μετά την έξωση του Οθωνα, καθιέρωνε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, αλλά ούτε κι αυτό αναφερόταν στις επαγγελματικές ενώσεις. Στην Ελλάδα, όπως και σ΄ όλη την Ευρώπη, οι τελευταίες διανύαν τη φάση της απαγόρευσης. Ήταν ύποπτες, σκοτεινές, ανατρεπτικές…
 
Διατάγματα
 

Τα πρώτα εργατικά σωματεία, που εμφανίζονται κατά τη δεκαετία του 1870, λειτουργούσαν με ειδικά βασιλικά διατάγματα και ήταν υποχρεωμένα να λογοδοτούν κάθε χρόνο στο υπουργείο Εσωτερικών. Αναφέρονται, όμως και ενώσεις, στη Σύρο για παράδειγμα, που συγκροτούνταν με συμβολαιογραφικές πράξεις μεταξύ των μελών τους,
Αυτές οι ενώσεις διεκδίκησαν και τις πρώτες συλλογικές συμβάσεις. Ακριβώς τότε η απεργία γίνεται ποινικό αδίκημα. Ένας φανατικός εχθρός των απεργιακών αγώνων και πρωτοδίκης της Σύρου γράφει αυτή την περίοδο: «Εν έτει 1879 δύο των μεγίστων της Ερμουπόλεως κλάδων της Βυρσοδεψικής και της Ναυπηγικής κοινή συστάσει εν εταιρεία τούτων ενήργησαν απεργίαν επιδιώκοντες αύξησιν των εργατικών μισθωμάτων… Αι των εργατών συστάσεις προς απεργίαν αποτελούσι εν Πειραιεί, Αθήναις και Λαυρεωτική την ημερησίαν διάταξιν εν τη εξελίξει της νεαράς αρτιπαγούς και κλονιζομένης έτι… βιομηχανικής παραγωγής του ημετέρου έθνους…». (Ε. Λυκούδης «Η εν Ελλάδι βιομηχανιά και αι απεργίαι»)
Η πρακτική εκείνων των πρώτων ενώσεων ήταν οι εργαζόμενοι να υποβάλουν τα αιτήματά τους στην εργοδοσία και να περιμένουν, απειλώντας με απεργία. Σ΄ όλη την ευρύτερη περίοδο, που εκτείνεται ως και τη δεκαετία του 1910, το κράτος δεν μεσολαβεί ούτε παρεμβαίνει διαιτητικά, παρά μόνο ως υπερασπιστής του «νόμου και της τάξεως», όταν διασαλεύονται. Κι αυτό γίνεται όλο και συχνότερα.
Την εποχή, που αρχίζει να θεσπίζεται η εργατική νομοθεσία από τις πρώτες κυβερνήσεις Βενιζέλου, τα σωματεία περνούν από τη φάση της απαγόρευσης σε εκείνη της ανοχής κι αργότερα της αναγνώρισης.
 
Απόπειρα
 

Το 1911 καταγράφεται η πρώτη απόπειρα νομοθετικής ρύθμισης συλλογικών διαφορών. Σε νεοσύστατη υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (αργότερα θα μετεξελιχθεί σε υπουργείο Εργασίας) υπάγεται η «μελέτη προληπτικών μέτρων και η επέμβασις προς λύσιν διαφορών μεταξύ εργατών και εργοδοτών». Σ' αυτό, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας δύο χρόνια αργότερα θα κατατεθεί σχέδιο «περί συμβάσεως εργασίας».
Η αντίδραση των εργοδοτών απέτρεψε τη θέσπιση συλλογικών συμβάσεων. Τομή σε θεσμικό επίπεδο και αφετηρία της συνδικαλιστικής νομοθεσίας αποτελεί ο περίφημος νόμος 281 του 1914 «Περί σωματείων». Μια από τις καινοτομίες του ήταν η δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων: «Τα επαγγελματικά σωματεία δύνανται να συνάπτουν ομαδικάς συμβάσεις εργασίας μετά προσώπων φυσικών ή νομικών ή μετά αντιπροσώπων ομάδων, καθοριζούσας τους όρους της εργασίας του ετέρου των μελών, ήτοι προσλήψεως και αποστολής ή μεταχειρίσεως εργατών, πληρωμής και αντιμισθίας αυτών, όρων εργασίας κ.λπ».
Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα. Θα χρειαστούν όμως μεγάλοι εργατικοί αγώνες ως το επόμενο.
 
Η νομοθεσία της κυβέρνησης Ξεν. Ζολώτα
 

Πριν από τις αλλαγές των εργασιακών στις συνθήκες της κρίσης (ν. 3899/2011) το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων στηριζόταν στη νομοθεσία της «Οικουμενικής Κυβέρνησης» Ζολώτα (ν. 1876/ 1990 για τις «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις»). Τότε είχε ψηφιστεί με ομοφωνία κομμάτων, βουλευτών και συνδικαλιστικών φορέων.
Ήταν μια κατάκτηση, αλλά κι ένα από τα θετικά μέτρα της κυβέρνησης. Με μια από τις τελευταίες νομοθετικές πράξεις της (Μάρτιος), αφού ένα μήνα αργότερα τη διαδέχτηκε κυβέρνηση της ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη. Μ΄ αυτή επικυρωνόταν μια σειρά διεθνείς συμβάσεις εργασίας για το δικαίωμα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων σ΄ εθνικό και κλαδικό επίπεδο.
Αντικατέστησε τη σχετική νομοθεσία επί κυβέρνησης Παπάγου (ν. 3239/1955) «Περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, συστάσεως Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων ενίων εργατικών νόμων»). Η τελευταία κωδικοποιούσε το σύνολο της εργατικής νομοθεσίας, που διαπνέονταν από την αρχή μιας «εξουσιαστικής κυβερνητικής ρύθμισης».
Οι διαπραγματεύσεις ήταν ελεύθερες κατά τη βούληση του κράτους. Για να μην ξεχνάμε καθόλα αυταρχικού... Ο νόμος εκείνος στην ουσία ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα ενός φιλεργοδοτικού κράτους, με βραχίονα ένα αντιδημοκρατικό νομοθετικό πλαίσιο και τον ελεγχόμενο κυβερνητικό συνδικαλισμό.
Οι αλλαγές του 35 χρόνια μετά, έδιναν τη δυνατότητα για διευρυμένες εκδηλώσεις της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Έτσι, εκτός από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση (εργαζόμενοι όλης της χώρας), θέσπισε τις κλαδικές συμβάσεις (εργαζόμενοι ομοειδών επιχειρήσεων), τις επιχειρησιακές (εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση), τις εθνικές και τις τοπικές ομοιοεπαγγελματικές κ.ά.
Κατά την εικοσαετία που μεσολάβησε (1990-2010) έγιναν αρκετές απόπειρες να «ψαλιδιστεί» ο προχωρημένος νόμος 1876. Κυρίως με στόχο τις κλαδικές συμβάσεις. Ο,τι δεν επιτεύχθηκε τότε, έγινε κατορθωτό με την κρίση.
 
Η υπογραφή της πρώτης εθνικής γενικής σύμβασης
 

Από τη δυνατότητα θέσπισης των συλλογικών συμβάσεων (1914), ως την υπογραφή της πρώτης εθνικής γενικής σύμβασης, θα περάσουν δύο δεκαετίες. Έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει «κοσμογονικές» αλλαγές στο εργατικό μέτωπο. Τα δύο βασικά αντιμαχόμενα μέρη (εργαζόμενοι και εργοδότες) έχουν συμπτύξει τις ενώσεις τους (ΓΣΕΕ και ΣΕΒ) και η σύναψη συμβάσεων βρίσκεται στο επίκεντρο των ταξικών συγκρούσεων.
Οι απόπειρες να διευθετηθούν νομοθετικά τα σχετικά ζητήματα και ειδικά η διαιτησία ναυαγούν. Η πιο σοβαρή απ΄ αυτές θα γίνει το 1927- 28, όταν θα επιχειρηθεί να συγχρονιστεί η εργατική νομοθεσία, με τις αποφάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας. Τότε θα πάρει και τη μορφή νομοσχέδιου, θα γίνει συζήτηση στη Βουλή, αλλά θα απορριφθεί. Η εργοδοσία αρνείται να συναινέσει με τα πιο απίθανα επιχειρήματα.
Μέχρι το 1934 θα έχουν συναφθεί μόνο μερικές κλαδικές συμβάσεις (ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, εργάτες θάλασσας κ.ά.)
Τελικά, ο θεσμός καθιερώνεται το 1935 επί κυβέρνησης Τσαλδάρη, με αναγκαστικό νόμο. Στο πλαίσιό του θα υπογραφούν μεταξύ ΓΣΕΕ και ΣΕΒ οι πρώτες εθνικές συμβάσεις τον Ιούλιο. Ένα μήνα πριν από την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά θα καρατομηθούν και τα πιο στοιχειώδη συνδικαλιστικά δικαιώματα. Μετά την απελευθέρωση θ΄ ανοίξει ένας άλλος νέος κύκλος συγκρούσεων για τις συμβάσεις, που θα κλείσει με τη συνταγματική κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων ένα χρόνο μετά τη μεταπολίτευση του 1974.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

H αποσπονδύλωση της συλλογικής σύμβασης

Του Γιάννη Κουζή*

Τα τελευταία μέτρα για τον γενικό κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις σφραγίζουν την πλήρη κατεδάφιση της ουσιαστικής έννοιας των συλλογικών συμβάσεων. Και αυτό γιατί το συλλογικό αυτό κοινωνικό δικαίωμα μόνο ως προς την τυπική του διάσταση διατηρείται, από τη στιγμή που η καταιγίδα των μέτρων του μνημονίου της τελευταίας διετίας έχει στερήσει από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τη σπονδυλική του στήλη και συμβάλλουν στη δημιουργία στοιχειωδών όρων συνοχής ανάμεσα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

Πώς επέρχεται αποδιάρθρωση και αποσπονδύλωση των συλλογικών συμβάσεων;
1. Όταν η ελευθερία της συλλογικής διαπραγμάτευσης καταστρατηγείται, καταρχήν, από την υποχρέωση προσαρμογής των διαπραγματεύσεων στη μνημονική δέσμευση μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% ενόσω διαρκεί η δανειακή σύμβαση. Όταν οι αυξήσεις και ωριμάνσεις (πολυετίες) παγώνουν μέχρις ότου η ανεργία υποχωρήσει κάτω από 10%, κάτι που δεν αναμένεται να συμβεί νωρίτερα από το 2025. Όταν ο γενικός κατώτατος μισθός που ρυθμίζεται με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση διαβρώνεται με νόμο κατά 22% (και 32% για τους νέους έως 25 ετών)και στο εξής θα εξακολουθεί να ορίζεται από το κράτος μέχρι νεωτέρας και έως ότου συγκλίνει με τους αντίστοιχους μισθούς των βαλκανικών χωρών. Όταν η σύντμηση του χρόνου έναρξης της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων, συνοδευόμενη από τον περιορισμό των κανονιστικών όρων που μετενεργούν ανοίγοντας τον δρόμο στην εξατομίκευση των αμοιβών, ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στα συνδικάτα ώστε να υπογράφουν συμβάσεις στο πλαίσιο των εργοδοτικών απαιτήσεων με τη λογική του μικρότερου κακού.

2. Όταν η συνάρθρωση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη των συλλογικών συμβάσεων αποδιαρθρώνεται από την κατάργηση της βασικής αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τους εργαζόμενους, με την παροχή της δυνατότητας κατίσχυσης του δυσμενέστερου περιεχομένου συμβάσεων έναντι του ευνοϊκότερου. Όταν με αυτό τον τρόπο ανατρέπεται πλήρως η λογική συνάρθρωσης γενικότερων και ειδικότερων συμβάσεων, με αποτέλεσμα οι επιμέρους επιχειρήσεις να αποστασιοποιούνται αρνητικά από τα συμφωνηθέντα σε επίπεδο κλάδου, αποδυναμώνοντας τις κλαδικές συμβάσεις και συμπιέζοντας το εργασιακό κόστος.

3. Όταν η καθολική εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων καταργείται με τον περιορισμό της στους εργαζόμενους που απασχολούνται στις επιχειρήσεις που είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων που τις συνυπογράφουν, όπως συμβαίνει με την αναστολή της επέκτασης της κλαδικής και ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης καθώς και της εθνικής γενικής, όποτε, στο μακρινό μέλλον, ο καθορισμός των κατώτατων μισθών επιστρέψει στην αρμοδιότητά της. Όταν μια τέτοια επιστροφή δεν συνεπάγεται έναν γενικό κατώτατο μισθό καθολικής εφαρμογής, αλλά έναν μισθό μερικής εφαρμογής για τα μέλη των φορέων που υπογράφουν τη σύμβαση, αφήνοντας περιθώρια για κατώτατους μισθούς πολλαπλών ταχυτήτων ή και για μισθούς χωρίς κατώτατα όρια. Όταν στο πλαίσιο αυτών των επιλογών ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφαρμογής των συμβάσεων, είτε επωφελούμενες από τη μη επεκτασιμότητά τους, είτε ωθούμενες να αποχωρούν από τις εργοδοτικές οργανώσεις προκειμένου να μη δεσμεύονται από τις υπογραφές τους.

4. Όταν αποδυναμώνεται ο ρόλος του ΟΜΕΔ σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και άρνησης των εργοδοτών να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να μένουν αρρύθμιστες οι συλλογικές διαφορές. Όταν οι μεσολαβητές/διαιτητές οφείλουν να είναι «αντικειμενικοί» και να προσαρμόζουν την κρίση τους στην ασκούμενη κυβερνητική εισοδηματική πολιτική. Όταν η προσφυγή στη διαιτησία απαιτεί τη συμφωνία και των δύο μερών ακόμα και όταν η εργοδοσία αρνείται την πρόταση του μεσολαβητή που δέχονται τα συνδικάτα. Όταν η διαιτησία έχει ως μόνη αρμοδιότητα τον προσδιορισμό του βασικού μισθού για κάθε επίπεδο συλλογικής διαφοράς, αφήνοντας μετέωρες τις διαφορές για τα επιδόματα και τα θεσμικά ζητήματα και ωθώντας αυτές στη λύση της ατομικής διαπραγμάτευσης με την επέλευση της μετενέργειας.

Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι οι συλλογικές συμβάσεις μόνο τυπικά εξακολουθούν να υφίστανται, ώστε να δικαιολογούν το επιχείρημα της μη κατάργησής τους και για να θυμίζουν την ιστορική διαδρομή ενός θεσμού που αποτελεί κοινωνική κατάκτηση και εκφράζει μορφή θεσμικού περιορισμού της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και εκδηλώνει την κοινωνική αλληλεγγύη απέναντι στα φαινόμενα κατακερματισμού της εργασίας. Και είναι επίσης προφανέστατο ότι η αποσπονδήλωση και αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων αποδυναμώνει τα θεσμικά εμπόδια για την επιβολή εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων που καθιστούν με απόλυτο τρόπο την εργασία έρμαιο στις διαθέσεις του κεφαλαίου.

* Ο Γ. Κουζής διδάσκει εργασιακές σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Αναδημιοσίευση απο την Εφημ. "ΑΥΓΗ", 11/11/2012
 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=727015  

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΔΥΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΣΕΕ
19.10.2012

ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΔΥΟ  ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Ο αγώνας των συνδικάτων ενάντια στις ισοπεδωτικές, αυθαίρετες και παράνομες παρεμβάσεις στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων που επέβαλαν τα μνημόνια και νομοθέτησε η Κυβέρνηση κατ΄εντολή και απαίτηση των Τροϊκανών, ακυρώθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρώπης γιατί παραβιάζουν κατάφορα τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.
Η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης ζητά την κατάργηση των δύο παρεμβάσεων, τόσο για το θέμα της «δοκιμαστικής περιόδου εργασίας» και την απόλυση χωρίς ειδοποίηση όσο και για τη μείωση του κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών στα δύο τρίτα του κατώτατου εθνικού μισθού.
Καλούμε την Κυβέρνηση να σεβαστεί και να εφαρμόσει άμεσα τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και το Συμβούλιο Επικρατείας, στο οποίο συζητείται στις 2/11/2012 η προσφυγή της ΓΣΕΕ για την αντισυνταγματικότητα των αντεργατικών μέτρων των μνημονίων, να υιοθετήσει τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ο αγώνας των συνδικάτων θα συνεχισθεί με κάθε μέσο και τρόπο (συνδικαλιστικό, πολιτικό και νομικό) για την απόκρουση και την ακύρωση όλων αυτών των αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων που επιβάλλονται στη χώρα μας κατ΄απαίτηση και εκβιασμό των δανειστών.

Ακολουθεί σημείωμα της Νομικής Υπηρεσίας της ΓΣΕΕ.



Οι συνταγές της Τρόικας παραβιάζουν τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.


Ο αγώνας των ελληνικών συνδικάτων σε διεθνές επίπεδο συνεχίζει να αποδίδει καρπούς υπέρ της προστασίας των εργαζομένων και να αποκαλύπτει τον επικίνδυνο και παράνομο χαρακτήρα των απαιτήσεων της Τρόικας, αλλά και την  πρόθεση των ευρωπαϊκών θεσμών που μετέχουν σ’αυτήν να αποδυναμώσουν το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο.
            Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, ανακοινώνοντας σήμερα 19/10/2012 τις αποφάσεις της επί των προσφυγών της ΑΔΕΔΥ και της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη από μέτρα που περιέχονται στους εφαρμοστικούς νόμους του πρώτου μνημονίου (ν. 3845/2010 και ν. 3863/2010), διαπιστώνει σοβαρές παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που δεσμεύει την Ελλάδα από το 1984. Συγκεκριμένα με εκτεταμένη επιχειρηματολογία, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη διεθνή αυτή σύμβαση, αφενός με την εξαίρεση των νέων εργαζομένων έως 25 ετών από το πεδίο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας και από τα κατώτατα όρια αμοιβής της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ που ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους, αφετέρου από τη δραστική επέκταση της δοκιμαστικής περιόδου απασχόλησης των εργαζομένων στον ένα (1) χρόνο, με το πέρας του οποίου ο εργοδότης μπορεί, μη οφείλοντας αποζημίωση λόγω απόλυσης, να «ανακυκλώνει» με ευκολία τους εργαζόμενους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων λαμβάνοντας υπόψιν της τις διαπιστώσεις της Έκθεσης της Ανώτατης Αποστολής του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, που ήρθε στην Ελλάδα στο πλαίσιο ελέγχου της επείγουσας Προσφυγής της Γ.Σ.Ε.Ε. στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας ήδη από τον Ιούλιο του 2010 και τις 5 επικαιροποιήσεις εξέδωσε αυτή τη σημαντική απόφαση. Ήδη η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, έχει διαπιστώσει 3 φορές μέχρι σήμερα την παραβίαση  θεμελιωδών Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας για την προστασία αφενός των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων (συνδικαλιστική ελευθερία,  συλλογικές συμβάσεις εργασίας, απεργία), αφετέρου των ευάλωτων ομάδων, όπως οι νέοι εργαζόμενοι, οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι με οικογενειακές υποχρεώσεις. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι βέβαιο ότι θα αποτυπωθούν και στην οριστική απόφαση της Επιτροπής Συνδικαλιστικής Ελευθερίας της ΔΟΕ, που αναμένεται άμεσα.
            Η Γ.Σ.Ε.Ε. θα συνεχίσει τον αγώνα σε κάθε επίπεδο και καλεί τις αρμόδιες δικαστικές αρχές να ενισχύσουν την προστασία των εργαζομένων με την επίκληση και της διεθνούς κανονιστικής προστασίας, η υποχρέωση τήρησης της οποίας επιβεβαιώνεται διαρκώς. Καλεί επίσης την Κυβέρνηση να αξιοποιήσει το θεσμικό αυτό οπλοστάσιο που θωρακίζει την υποχρέωσή της να σέβεται το ευρωπαϊκό και το διεθνές κοινωνικό κεκτημένο απέναντι σε κάθε απειλή και εκβιασμό.

             
 



Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Γιάννης Κουζής: Τα συζητούμενα νέα μέτρα για τις εργασιακές σχέσεις

Παρατηρήσεις αναφορικά με τα συζητούμενα μέτρα για τις εργασιακές σχέσεις
Του Γιάννη Κουζή
ΙΝΕ ΓΣΕΕ 

Α .Γενικός κατώτατος μισθός και εθνική γενική συλλογική σύμβαση

1. Ο γενικός κατώτατος μισθός ισχύει στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ, στις 11 από τις 17 χώρες της ευρωζώνης και στις 9 από τις 15 χώρες της ΕΕ-15.Οι χώρες που δεν έχουν γενικό, αλλά μόνο κλαδικό, κατώτατο μισθό είναι : Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ιταλία , Κύπρος. 

 2. Από τις 20 χώρες που έχουν γενικό κατώτατο μισθό συνήθως αυτός καθορίζεται με νόμο είτε μονομερώς, είτε κατόπιν τριμερούς διαπραγμάτευσης ,κυρίως σε χώρες με ισχυρή παράδοση κοινωνικού διαλόγου όπου το κράτος δεν επιβάλλει τη θέση του σε βάρος του ουσιαστικού διαλόγου. 

 3. Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού με εθνική γενική συλλογική σύμβαση συναντάται στο πλαίσιο της Ε-15 μόνο στην Ελλάδα και στο Βέλγιο. Ωστόσο με το νόμο του δευτέρου μνημονίου(Ν. 4046/12)και τη συνακόλουθη ΠΥΣ, ο γενικός κατώτατος μισθός ορίζεται πλέον με νόμο(μείωση κατά 22% και 32% για τους νέους μέχρι 25 ετών)ενώ καλείται η εθνική γενική συλλογική σύμβαση να προσαρμοσθεί στο νέο οικονομικό πλαίσιο αποδεχόμενη τις παραπάνω μειώσεις, ειδάλλως ο νόμος θα εξακολουθεί να αποτελεί τον τρόπο διαμόρφωσής του. ΟΙ εξελίξεις αυτές θέτουν σοβαρό πρόβλημα συνταγματικότητας σε βάρος της συλλογικής αυτονομίας(αρθρ. 22, παρ.2) αλλά και του κοινοτικού κεκτημένου εφόσον οι συλλογικές διαπραγματεύσεις συνιστούν θεμελιώδες κοινοτικό κοινωνικό δικαίωμα. 

 4. Ο τρόπος διαμόρφωσης του γενικού κατώτατου μισθού συνιστά εθνική παράδοση πολλών δεκαετιών και δεν είναι προϊόν των τελευταίων ετών όπως συμβαίνει σχετικά πρόσφατα με τις ανατολικές χώρες, την Μ. Βρετανία και τη Μάλτα. Στην Ελλάδα ο θεσμός της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης καθιερώνεται από το 1936 οπότε και υπογράφεται η πρώτη ΕΓΣΣΕ που διαμορφώνει τον κατώτατο μισθό και το ημερομίσθιο και έκτοτε αποτελεί το αποκλειστικό εργαλείο διαμόρφωσής του. Η αλλαγή του τρόπου καθορισμού του αποτελεί παραβίαση μιας 80χρονης θεσμικής παράδοσης βασισμένης στην κοινή συνισταμένη των «κοινωνικών εταίρων». Η θέσπιση του γενικού κατώτατου μισθού με νόμο δεν έχει στόχο την προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δρώμενα, για τα οποία γίνεται επιλεκτική επίκληση, αλλά αποβλέπει στη μονομερή, από το κράτος, επιβολή της μείωσης και συμπίεσης των μισθών παρακάμπτοντας τη συλλογική αυτονομία. 

5. Οι κατώτατοι μισθοί στην Ελλάδα βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα της δεύτερης σχετικής κατηγορίας στην Ε-27. Ειδικότερα με τα 586 ευρώ(και 511 για τους νέους) η Ελλάδα βρίσκεται στην δεύτερη κατηγορία χωρών όπου οι κατώτατοι μισθοί κυμαίνονται από 566-877ευρώ μαζί με Πορτογαλία, Ισπανία, Μάλτα, Σλοβενία. Στην πρώτη κατηγορία(1202-1801 ευρώ) ανήκουν οι χώρες της πρώτης ταχύτητας ενώ στην τρίτη κατηγορία(138-336 ευρώ) προς την οποία διολισθαίνει η Ελλάδα ανήκουν τα περισσότερα νέα μέλη της Ένωσης. Στην Ελλάδα, τέλος, ο κατώτατος μισθός ήδη είναι χαμηλότερος με όρους αγοραστικής δύναμης από τον αντίστοιχο της Ισπανίας, της Μάλτας και της Σλοβενίας.

6.Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα , από εργαλείο προστασίας των χαμηλά αμειβόμενων, μετατρέπεται σε μέσον για τη γενικευμένη μείωση των αποδοχών. Σε αυτό συνηγορούν τα μέτρα του πρώτου και του δευτέρου μνημονίου που απορρυθμίζουν το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων οι οποίες διατηρούνται τυπικά και με όρους υπέρμετρης αποδυνάμωσης της θέσης των εργαζομένων, ενώ παράλληλα ευνοείται η ατομική διαπραγμάτευση των μισθών. Σημειώνεται ότι διαβρώνεται ο κλαδικός μισθός μέσω του δυσμενέστερου περιεχομένου των επιχειρησιακών συμβάσεων, αναστέλλεται ο θεσμός της επέκτασης των ΣΣΕ στο σύνολο των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων του κλάδου, μειώνεται ο χρόνος μετενέργειας και όροι των ΣΣΕ που μετενεργούν, υποβαθμίζεται ο ρόλος του ΟΜΕΔ και του περιεχομένου των διαιτητικών αποφάσεων. Με αυτό τον τρόπο οδηγούνται και οι μέσοι μισθοί προς τα κατώτατα επίπεδα. Με τον ίδιο τρόπο κατά την τελευταία διετία οι μέσοι πραγματικοί μισθοί αποκλίνουν από το 84% στο 74%από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ η Commission προβλέπει ότι στο τέλος του 2012 θα μειωθούν στο 68%. Κατά την ίδια περίοδο η αγοραστική δύναμη των μέσων μισθών έχει μειωθεί κατά 50% λόγω της μεσοσταθμικής μείωσής τους κατά 23%, της αύξησης των τιμών και της φορολογικής αφαίμαξης. 

7. Η κατάργηση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης ως εργαλείου διαμόρφωσης των μισθών συμπαρασύρει την εξέλιξη και το μέλλον των επιδομάτων και των ωριμάνσεων που προβλέπει η ΕΓΣΣΕ. Ήδη η αύξηση των ωριμάνσεων έχει παγώσει με το δεύτερο μνημόνιο μέχρις ότου η ανεργία μειωθεί κάτω του 10% γεγονός που δεν προβλέπεται υπό φυσιολογικές συνθήκες να συμβεί πριν από το 2023. Επίσης η οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο των επιδομάτων και των ωριμάνσεων, που στηρίζονται στις συλλογικές συμβάσεις ως πηγή δικαίου, δημιουργεί όρους για περαιτέρω συμπίεση των αμοιβών. 

8.Η εξέλιξη των γενικών κατώτατων μισθών δεν περιορίζεται στο επίπεδο των αμοιβών αλλά συμπαρασύρει 10 επιδόματα που χορηγεί ο ΟΑΕΔ(πχ. ανεργίας). 

9. Η κατάργηση της ΕΓΣΣΕ ως τρόπου διαμόρφωσης των κατώτατων μισθών αποδυναμώνει τον ρόλο της ΓΣΕΕ σε εναρμόνιση με την αποδυνάμωση των κλαδικών συνδικάτων που επιφέρει η απορρύθμιση των κλαδικών συμβάσεων.

10. Η εθνική γενική συλλογική σύμβαση, τέλος, πέραν του κατώτατου μισθού διαμορφώνει ένα ευρύτατο πλαίσιο ρυθμίσεων αναφορικά με το θεσμικό περιεχόμενο των ΣΣΕ. Πέραν των επιδομάτων και των ωριμάνσεων περιλαμβάνονται μια σειρά κατακτήσεις σε θεσμικό επίπεδο. Είναι ενδεικτική η προαιρετική καθιέρωση του 5ήμερου με την ΕΓΣΣΕ του 1975 και της γενικευμένης 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας με την ΕΓΣΣΕ του 1984, των αδειών κλπ. Κατά συνέπεια η ειδικότερη ή και ενδεχομένως γενικευμένη επιβουλή της ΕΓΣΣΕ συμβάλλει στην πλήρη αποδιάρθρωση των πηγών διαμόρφωσης του εργατικού δικαίου στην Ελλάδα.

Β. Διευκόλυνση απολύσεων

1.Το σύστημα των ατομικών και των ομαδικών απολύσεων στην Ελλάδα παρουσιάζει τις εξής ιδιαιτερότητες πριν ακόμη από την εφαρμογή των μνημονίων και εξελίσσεται ως εξής μέχρι σήμερα. α)Ως προς τις ατομικές απολύσεις, με άμεση καταγγελία, καταβάλλονται μισθοί αποζημίωσης με βάση την προϋπηρεσία που μπορεί κατά ανώτατο όριο να ανέρχεται στους 24 μισθούς. Στην καταγγελία με προειδοποίηση καταβάλλεται η μισή αποζημίωση, ο δε χρόνος προειδοποίησης με βάση την προϋπηρεσία ανέρχονταν στους 24 μήνες με αποτέλεσμα να προτιμάται παραδοσιακά η πρώτη λύση. Στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου διευκολύνονται οι ατομικές απολύσεις ως εξής: -Διευκολύνεται η απόλυση με καταγγελία μειώνοντας τον ανώτατο χρόνο προειδοποίησης από τους 24 στους 6 μήνες μειώνοντας το κόστος των απολύσεων με τη μέθοδο αυτή κατά 18 μισθούς(Ν.3863/10). -Επεκτείνεται ο ελάχιστος χρόνος για την στοιχειοθέτηση δικαιώματος στην αποζημίωση από τους 2 στους 12 μήνες(Ν. 3899/10). - Διευκολύνεται η καταβολή αποζημίωσης από τον εργοδότη(Ν.3863/10) με την καθιέρωση μικρότερης προκαταβολής(από τους 6 μισθούς στους 2), περισσότερων δόσεων(από 3 σε χωρίς όριο δόσεις) και μικρότερων ποσών ανά δόση(από 3 μισθούς σε 2). -Αίρεται η ρήτρα μονιμότητας στο ευρύτερο δημόσιο τομέα στο πλαίσιο εναρμόνισης του καθεστώτος απόλυσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. β)Ως προς τις ομαδικές απολύσεις πριν από το μνημόνιο ίσχυαν τα ακόλουθα όρια: Για τις επιχειρήσεις από 20-199 εργαζόμενους οι ελεύθερες ανά μήνα απολύσεις ήταν 4, ενώ για τις άνω των 200 εργαζόμενων αντιστοιχούσαν στο 2%. Με το Ν. 3863/10 του πρώτου μνημονίου οι ελεύθερες ανά μήνα απολύσεις στις επιχειρήσεις 20-150 εργαζομένων ανέρχονται πλέον σε 6, και στις άνω των 150 εργαζομένων αντιστοιχούν σε 5%. γ)Οι μέχρι σήμερα αλλαγές στο πεδίο των απολύσεων συντελούνται εν μέσω κρίσης και σε μια περίοδο όξυνσης της ανεργίας. Είναι ενδεικτικό ότι η ανεργία από το 14%, που ανέρχονταν πριν από τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, ανέρχεται σήμερα στο 24% ενώ εκτιμάται ότι η διευκόλυνση των απολύσεων συνιστά βασικό παράγοντα αυτής της εξέλιξης. 


 2. Στο δεύτερο μνημόνιο γίνεται και πάλι λόγος για το καθεστώς των απολύσεων με στόχο την περαιτέρω διευκόλυνσή τους. Ήδη γίνεται λόγος για περαιτέρω μείωση της προειδοποίησης απόλυσης από τους 6 στους 3 μήνες. Συζητείται επίσης η μείωση του αριθμού των μηνών αποζημίωσης καθώς και η μη καταβολή των τακτικών αποδοχών στον υπολογισμό των αποζημιώσεων προκειμένου να μην συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν τα επιδόματα, τα δώρα, οι αμοιβές από τα τακτικές υπερωρίες κλπ. Παράλληλα συζητείται η περαιτέρω αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων. 

3. Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την περαιτέρω διευκόλυνση των απολύσεων εστιάζεται στη σύγκριση μηνών αποζημίωσης μεταξύ Ελλάδας και μέσου ευρωπαϊκού όρου που όντως στη χώρα μας αντιστοιχούν σε 9 περισσότερες βδομάδες αποζημίωση. Ωστόσο αυτή πλευρά είναι αποσπασματική και παραβλέπει μια σειρά από άλλες διαστάσεις που αφορούν τόσο στο καθεστώς των απολύσεων όσο και στο καθεστώς της ευρύτερης προστασίας των απολυμένων ανέργων. Έτσι, λοιπόν, παραβλέπονται τα εξής: α)Στην Ελλάδα οι ατομικές απολύσεις είναι αναιτιολόγητες σε αντίθεση με την πρακτική πολλών ευρωπαϊκών χωρών(Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία) που απαιτώντας την αιτιολογία του εργοδότη παρέχουν τη δυνατότητα ακύρωσης της απόλυσης σε περίπτωση ανατροπής του εργοδοτικού ισχυρισμού με διαδικασίες μάλιστα άμεσες. Επίσης οι αιτιολογημένες απολύσεις που απέρρεαν από τις ρήτρες μονιμότητας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχουν πλέον καταργηθεί. β)Στην Ελλάδα η προστασία από τις ομαδικές απολύσεις εφαρμόζεται μόνο για τις επιχειρήσεις άνω των 20 εργαζομένων . Συνεπώς στις επιχειρήσεις μέχρι 19 εργαζόμενους που αντιστοιχούν στο 99,5% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα οι απολύσεις είναι απόλυτα ελεύθερες . Αντίθετα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και με μεγαλύτερο μέγεθος επιχειρήσεων το σχετικό όριο είναι 10 ή και 5 εργαζόμενοι. γ) Η Ελλάδα παρουσιάζει τον χαμηλότερο βαθμό προστασίας των ανέργων στην Ε-15. Η ανώτατη διάρκεια επιδότησης της ανεργίας ανέρχεται στους 12 μήνες ενώ το σχετικό επίδομα που αντιστοιχεί στο 60% περίπου του κατώτατου μισθού το λαμβάνει το 20% των ανέργων. Αντίθετα στον ευρωπαϊκό χώρο η επιδότηση έχει λιγότερους περιορισμούς χορήγησης, καταβάλλεται έως και 5 έτη, και αντιστοιχεί στον προηγούμενο μισθό που αναπληρώνεται σε ποσοστό από 70%-90% αντίθετα με την Ελλάδα που το ύψος της επιδότησης είναι ανεξάρτητο από τον προηγούμενο μισθό. Σημειωτέον, δε, στην Ελλάδα δεν έχει υλοποιηθεί ούτε ο στόχος ρύθμισης του 1994 που το επίδομα οφείλει να ανέλθει στο 67% του κατώτατου μισθού. δ)Η Ελλάδα παρουσιάζει από τα πλέον αναποτελεσματικά συστήματα επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας. 

 4.Οι παραπάνω λόγοι στοιχειοθετούν την ανάγκη αποφυγής περαιτέρω μέτρων που διευκολύνουν τις απολύσεις σε μια συγκυρία που η στατιστική ανεργία ανέρχεται στο 24%, η πραγματική ανέρχεται στο 29% και αναμένεται, στο τέλος του 2013, να προσεγγίσει το 30% και το 35% με πραγματικούς και στατιστικούς όρους αντίστοιχα και, μάλιστα, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται πρόσθετα μέτρα περί απολύσεων.
 
Γ) Ωράριο εργασίας και κατάργηση του 5ήμερου

1. Η νομοθετική καθιέρωση της 8ωρης ημερήσιας και της 48ωρης εβδομαδιαίας εργασίας εισάγεται στην Ελλάδα καταρχήν το 1920 και εξειδικεύεται σταδιακά από το 1932 και εντεύθεν. 

2. Το πενθήμερο εισάγεται προαιρετικά με την ΕΓΣΣΕ του 1975, ενώ με ΠΝΠ του 1980 εισάγεται στον δημόσιο τομέα δίνοντας τη δυνατότητα να επεκταθεί με ΣΣΕ και στις υπόλοιπες οικονομικές δραστηριότητες. Με την ΕΓΣΣΕ του 1984 επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του ιδιωτικού τομέα με την γενικευμένη καθιέρωση της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας. 

3. Η εξαήμερη εργασία μετά από την καθιέρωση του πενθημέρου ρυθμίζεται νομοθετικά μόλις με το Ν. 3846/10 που προβλέπει προσαύξηση της αμοιβής του ημερομίσθιου κατά 30% με εξαίρεση τις ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις όπου καταβάλλεται απλά το ημερομίσθιο. 

4. Η συζήτηση για την κατάργηση του εξαήμερου φαίνεται να εντάσσεται στη λογική της ελαστικής διευθέτησης του συνολικού εργάσιμου χρόνου με τη δυνατότητα αυξομείωσης των ωραρίων χωρίς την πληρωμή υπερωριών, σύμφωνα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και κατόπιν συλλογικής συμφωνίας. Στόχος του μέτρου αυτού είναι η μη πληρωμή της νόμιμης κατά 30% προσαύξησης για εξαήμερη εργασία. Το μέτρο της ελαστικής διευθέτησης συζητείται να λειτουργεί και με ατομική συμφωνία παρακάμπτοντας τη συλλογική ρύθμιση. Πρόσφατα ο νομοθέτης του μνημονίου(Ν.3986/11) προσέθεσε στις συλλογικές συμφωνίες εκείνες που υπογράφονται με ενώσεις προσώπων, θεσμούς χωρίς την προστασία του Ν.1264/82, αν αυτές εκπροσωπούν το 25% ή και το 15% των εργαζομένων της επιχείρησης.

5. Η επιχειρούμενη ενίσχυση της δυνατότητας των ελαστικών διευθετήσεων επιδεινώνει περαιτέρω τη θέση της εργασίας λόγω των παρατεταμένων και βεβαρημένων ωραρίων σε μια χώρα με υψηλό δείκτη ατυχημάτων και εργοδοτικών αυθαιρεσιών(εκτόξευση της ανασφάλιστης εργασίας από το 23% στο 34%), ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών, ενώ δημιουργούνται όροι πλήρους αποδιάρθρωσης της κοινωνικής και οικογενειακής ζωής των εργαζομένων. 

6. Τέλος, η συζήτηση για μείωση του κόστους της εξαήμερης εργασίας συνδυάζεται και με την πλήρη απελευθέρωση των ωραρίων (πχ. εργασία την Κυριακή)σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους τους ,όπως επίσης και εκείνου της υπερεργασίας και των υπερωριών που με το Ν.3863/10 ήδη μειώθηκε κατά 20%.

Δ. Συμπέρασμα

Η δραματική επιδείνωση των αμοιβών , των όρων και των συνθηκών εργασίας που συντελείται κατά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων δεν αφήνει κανένα περιθώριο για περαιτέρω υποβάθμιση. Οι συζητούμενες αλλαγές που συμπιέζουν δραματικά το εργασιακό κόστος όχι μόνο ενισχύουν την εργασιακή ανασφάλεια και επισφάλεια και αποδιαρθρώνουν τους όρους απασχόλησης της μισθωτής εργασίας, αλλά ανατροφοδοτούν την ύφεση και την ανεργία. Τέλος, η αναζητούμενη ανταγωνιστικότητα μέσα από τη συμπίεση των αμοιβών όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται αλλά συνεχώς επιβεβαιώνεται το αντίθετο. Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, ότι σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ η θέση της Ελλάδας σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας έχει υποχωρήσει κατά 6 θέσεις κατά την τελευταία διετία που ισοπεδώνονται οι μισθοί καταλαμβάνοντας την 96η θέση σε σύνολο 144 χωρών και υποχωρώντας στη σχετική κλίμακα 30 θέσεις συνολικά κατά την τελευταία 6ετία.
 

Επισκέψεις