Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρθρα - Απόψεις μελών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρθρα - Απόψεις μελών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Κρίση και Εργασιακές σχέσεις: Το νέο Νομοθετικό πλαίσιο

Της Έφης Αχτσιόγλου
Υποψήφια Διδάκτορας Εργατικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Οι εξελίξεις που βιώνουμε σήμερα θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελούν το επιστέγασμα μιας μακράς πορείας, μεγαλύτερης των 20 ετών, που έχει δρομολογηθεί στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, με κατεύθυνση την αποδιάρθρωση και απορρύθμιση της εργασίας. Όμως, αυτό που συντελείται τους τελευταίους μήνες είναι μια βίαιη απορρύθμιση, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, που διαμορφώνει ένα τοπίο εξαιρετικά επισφαλές. Περνάμε σε πρωτοφανή δεδομένα, τα οποία θα διαμορφώσουν μια νέα κουλτούρα για τον εργαζόμενο και ειδικά σε ό,τι αφορά στους νέους, θα έχουν πολλαπλές παρενέργειες στο εργασιακό τοπίο του μέλλοντος.

Σε αυτή την αρχική εισήγηση θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τις αλλαγές που επιφέρουν στις εργασιακές σχέσεις μια σειρά νόμων που ψηφίστηκαν μέσα σε μία μόνο χρονιά, τη χρονιά που μας πέρασε. Πρόκειται για τους νόμους 3845/2010, 3846/2010, 3863/2010, 3899/2010. Παρότι οι νομοθετικές διατάξεις θα παρουσιασθούν μία προς μία, θα πρέπει να αξιολογηθούν συνολικά και όχι αποσπασματικά. Μόνο αν προσεγγίσουμε τις διατάξεις σε συνδυασμό και αλληλεπίδραση μεταξύ τους, μπορεί πραγματικά να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της απορρύθμισης που επέρχεται στην αγορά εργασίας και στις εργασιακές σχέσεις.

Α΄. ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ

Με διάταξη του Ν. 3846/2010 (άρθρο 2) δόθηκε ο ορισμός της έννοιας της εκ περιτροπής εργασίας, που δεν υπήρχε στις προηγούμενες διατάξεις. Έτσι ορίστηκε ότι «Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας». Με την προηγούμενη νομοθεσία δεν θεωρούνταν νόμιμη μορφή εκ περιτροπής εργασίας η μορφή εκείνη, που συνδύαζε μήνες, εβδομάδες και ημέρες απασχόλησης και μη απασχόλησης, ενώ τώρα ο συνδυασμός αυτός επιτρέπεται.
Είναι προφανές ότι η νέα διάταξη είναι δυσμενέστερη για τους εργαζόμενους, διότι δίνει μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων στους εργοδότες, για να καθορίσουν το είδος της εκ περιτροπής εργασίας.

Σε ό,τι αφορά την επιτρεπόμενη διάρκεια της εφαρμογής εκ περιτροπής εργασίας, διάταξη του Ν. 3899/2010 (άρθρο 17 παρ. 1) προβλέπει ότι: ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρηση του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες. Το διάστημα για το οποίο ο εργοδότης μπορούσε να επιβάλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρησή του ήταν με βάση τον προηγούμενο νόμο (άρθρο 38 του Ν. 1892/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του Ν. 2639/1998) έξι μήνες το χρόνο, ενώ τώρα το διάστημα αυτό γίνεται εννιάμηνο.
Με την καινούργια διάταξη υπάρχει επιδείνωση της κατάστασης για τους εργαζόμενους, δεδομένου ότι εκ περιτροπής εργασία σημαίνει λιγότερη εργασία από την κανονική, άρα και λιγότερες αποδοχές.

Β΄. ΕΝΟΙΚΙΑΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Με το νόμο 2956/2001 (άρθρο 20) καθιερώθηκε ο θεσμός της ενοικίασης εργαζομένων σύμφωνα με τον οποίο ο εργαζόμενος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με μια Εταιρία Προσωρινής Απασχόλησης, αλλά παρέχει την εργασία του για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης. 
Με το νόμο 3846/2010 (άρθρο 3 παρ. 2) ο επιτρεπόμενος χρόνος «ενοικίασης» του εργαζομένου αυξήθηκε από οκτώ μήνες σε δώδεκα, ενώ κατ' εξαίρεση επιτράπηκε η υπέρβαση της διάρκειας αυτής με μέγιστο όριο τους δεκαοκτώ (18) μήνες. Τελικά, όμως, αυτή η διάταξη αντικαταστάθηκε με ακόμη νεότερη του Ν.3899/2010 (άρθρο 17 παρ. 4) επιτρέπει την ενοικίαση για διάστημα έως και 36 μήνες. μετά το διάστημα αυτό οι συμβάσεις εργασίας μπορούν να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου. 
Άρα με τις νέες νομοθετικές διατάξεις: α) αυξάνεται ο χρόνος απασχόλησης του εργαζόμενου από τον έμμεσο εργοδότη (= ενοικίαση) από οκτώ μήνες αρχικά σε δώδεκα και κατ' εξαίρεση σε δεκαοκτώ και τελικά σε τριάντα έξι μήνες, β) οι συμβάσεις εργασίας μπορούν να μετατραπούν σε αόριστου χρόνου ύστερα από 36 μήνες απασχόλησης στον έμμεσο εργοδότη, ενώ με τις προηγούμενες ρυθμίσεις ο χρόνος αυτός ήταν πολύ μικρότερος (8 μήνες εργασίας και ανανέωσης της σύμβασης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο μήνες).

Γ΄. ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ

Με το ν. 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 1) αυξάνεται το όριο των ομαδικών απολύσεων. Τα όρια, (των εδαφίων α' και β' της παραγράφου 2 του Ν.1387/1983), πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται ως εξής:
            α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. Ενώ με τον προηγούμενο νόμο ήταν τέσσερις (4) εργαζόμενοι για επιχειρήσεις που απασχολούσαν είκοσι έως διακόσια άτομα.
            β) 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους.  Ενώ με τον προηγούμενο νόμο ήταν 2-3 % του προσωπικού και μέχρι τριάντα άτομα για επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από πενήντα εργαζόμενους.
Αν η ρύθμιση αυτή συνδυαστεί με τις ρυθμίσεις για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, που παρουσιάζονται πιο κάτω, καθίσταται σαφές το πόσο διευκολύνονται οι απολύσεις.   
         
Δ΄. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ
1) Με το νόμο 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 2) προβλέφθηκε ότι η απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου μέσα στην οποία μπορεί να απολυθεί ένας υπάλληλος χωρίς αποζημίωση διαρκεί δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της. Με την προηγούμενη ρύθμιση η δοκιμαστική περίοδος, ήταν 2 μήνες (άρθρο 1 του Ν. 2112/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.4558/1930).
2) Με την προηγούμενη ρύθμιση σε περίπτωση απόλυσης υπαλλήλου, που είχε απασχοληθεί από 12 ως 24 μήνες οφειλόταν αποζημίωση δύο μισθών (αν η απόλυση γινόταν χωρίς προειδοποίηση) και ενός μισθού (αν η απόλυση γινόταν ύστερα από προειδοποίηση ενός μηνός.        Με τη νέα ρύθμιση για την ίδια περίπτωση οφείλεται αποζημίωση ενός μισθού με ή χωρίς προειδοποίηση.
3) ενώ συνολικά μειώθηκε ο χρόνος προειδοποίησης για καταβολή μισής αποζημίωσης:


Ε΄. ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ

Διάταξη του προηγούμενου σε ισχύ νόμου, του νόμου 3198/1955 (άρθρο 2), όριζε ότι αν η αποζημίωση απόλυσης είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές έξι μηνών, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει κατά την ημέρα της λύσης της σύμβασης εργασίας ποσό που αντιστοιχεί στις αποδοχές έξι μηνών, το δε υπόλοιπο σε τριμηνιαίες δόσεις, η κάθε μια από τις οποίες δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές τριών μηνών, εκτός από την τελευταία, με την οποία γίνεται η εξόφληση. Η πρώτη από αυτές τις δόσεις πρέπει να καταβληθεί την επόμενη ημέρα από τη συμπλήρωση τριμήνου από τη λύση της εργασιακής σχέσης.
Η νέα ρύθμιση (άρθρο 74 παρ. 3 του νόμου 3863/2010) προβλέπει ότι όταν η αποζημίωση απόλυσης υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση.
Οι  ρυθμίσεις και εδώ είναι σαφώς δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Διευκολύνονται οι εργοδότες στις απολύσεις δεδομένου ότι μπορούν να καταβάλουν την αποζημίωση σε μεγαλύτερο χρόνο, με περισσότερες δόσεις, μικρότερου ποσού.

ΣΤ΄. ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Με τη νέα διάταξη (άρθρο 14 νόμου 3899/2010) προσφυγή στη διαιτησία μπορεί να γίνει μονομερώς και από τις εργοδοτικές οργανώσεις, ενώ με την προηγούμενη διάταξη (άρθρο 16 νόμου 1876/1990) το δικαίωμα αυτό το είχαν μόνο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων εφ' όσον αποδέχονταν την πρόταση του μεσολαβητή που απέρριπτε ο εργοδότης. Ο εργοδότης είχε το δικαίωμα αυτό μόνο σε περίπτωση επιχειρησιακών ΣΣΕ ή συμβάσεων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας, εφόσον αποδεχόταν την πρόταση του μεσολαβητή που απέρριπτε η συνδικαλιστική οργάνωση.
2) Με τη νέα διάταξη η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται σε θέματα που αφορούν στον καθορισμό βασικού ημερομισθίου και μισθού, ενώ με την προηγούμενη προσφυγή μπορούσε να γίνει για οποιοδήποτε θέμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
3) Με τη νέα διάταξη αναστέλλεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας για διάστημα δέκα ημερών από την ημέρα προσφυγής ανεξάρτητα από το ποιο μέρος (εργοδοτικό ή εργατικό) προσέφυγε στη διαιτησία, ενώ με την προηγούμενη αυτό συνέβαινε μόνο όταν το εργατικό μέρος προσέφευγε στη διαιτησία.

 Ζ΄. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ (ΟΜΕΔ)

1) Με τη νέα διάταξη (14 ν. 3899/2010) ο αριθμός των μελών του Δ.Σ. του ΟΜΕΔ γίνεται 7 από 11. Στο Δ.Σ. δεν μετέχουν πανεπιστημιακοί.
2) Πολλές από τις αποφάσεις του Δ.Σ. του ΟΜΕΔ πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα.

 Η΄. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΥΠΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ

Δεν είναι όμως μόνο το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία που θίγεται με τις νέες ρυθμίσεις. Συνολικά ο θεσμός μεσολάβησης και διαιτησίας τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς, σύμφωνα με το νέο νόμο, οι αποφάσεις του ΟΜΕΔ μπορούν να τροποιηθούν ή και να καταργηθούν. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 15  του ν. 3899/2010
            «Μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από τη ισχύ του παρόντος, οι κοινωνικοί εταίροι που συμβάλλονται για την κατάρτιση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας αξιολογούν την αποτελεσματικότητα του θεσμού Μεσολάβηση και Διαιτησία και προτείνουν προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης τη διατήρηση, κατάργηση ή τροποποίηση των ρυθμίσεων τους».

 Θ΄. ΠΑΓΩΜΑ ΜΙΣΘΩΝ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΥΞΗΣΕΩΝ ΜΕΣΩ ΟΜΕΔ

Με διάταξη του νόμου 3871/2010 (άρθρο 51) ορίζεται ότι οι αποφάσεις του ΟΜΕΔ δεν ισχύουν εφόσον με οποιονδήποτε τρόπο χορηγούν  μισθολογικές αυξήσεις για το 2010 και το πρώτο εξάμηνο του 2011.
Το ίδιο ισχύει - δηλαδή δεν ισχύουν και δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα - και για τις αποφάσεις του ΟΜΕΔ που χορηγούν αυξήσεις μέχρι και 31.12.2012, αλλά με ορισμένες εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις έχουν ως εξής: Από 1ης Ιουλίου 2011 μπορούν να χορηγηθούν αυξήσεις στους κατώτερους μισθούς όπως διαμορφώθηκαν με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. των ετών 2008-2009 μόνο κατά ποσοστό ίσο με την ετήσια μεταβολή του ευρωπαϊκού πληθωρισμού για το έτος 2010. Από 1ης Ιουλίου 2012, μπορεί να χορηγηθεί αύξηση των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί την 1η Ιουλίου 2011 κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό της ετήσιας μεταβολής του ευρωπαϊκού πληθωρισμού για το έτος 2011.
Είναι σημαντικό εδώ να τονιστεί ότι ο ρόλος της διαιτησίας έως σήμερα δεν ήταν περιφερειακός αλλά κεντρικής σημασίας. Η διαιτησία ως θεσμός οριστικής επίλυσης των συλλογικών διαφορών μετά το αδιέξοδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων εξασφάλιζε την ύπαρξη αυξήσεων με βάση τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του ο ΟΜΕΔ, συχνά πέραν της εισοδηματικής πολιτικής και των προτάσεων των εργοδοτών για αυξήσεις. Τούτη η συνδρομή ήταν εξαιρετικά σημαντική, αν λάβει κανείς υπόψη ότι το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό ώστε να μπορεί με τις αγωνιστικές του διεκδικήσεις να αποτελεί έναν ισχυρό αντίπαλο του κεφαλαίου.

 Ι΄. ΑΜΟΙΒΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΩΡΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Υπερεργασία παρέχεται όταν σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος απασχολείται πέντε επιπλέον ώρες την εβδομάδα. Ενώ για όσες επιχειρήσεις ισχύει σύστημα εργασίας έξι εργάσιμων ημερών την εβδομάδα υπερεργασία παρέχεται όταν ο εργαζόμενος απασχολείται επιπλέον οκτώ ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).
Με διάταξη του νόμου 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 10)  
•           Μειώνεται η αμοιβή υπερεργασίας:
α) προηγούμενη ρύθμιση: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 25%
β) τωρινή ρύθμιση: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 20%
Νόμιμη υπερωριακή εργασία παρέχεται όταν ο εργαζόμενος εργάζεται πέραν του χρόνου υπερεργασίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως.
•           Με τη νέα διάταξη μειώνεται η αμοιβή νόμιμης υπερωρίας:
α) προηγούμενη ρύθμιση: (i) για τις πρώτες 120 ώρες ετησίως: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 50%, (iii) πάνω από 120 ώρες ετησίως: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 75%
β) τωρινή ρύθμιση: (i) για τις 120 πρώτες ώρες ετησίως: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 40%,  (ii)  πάνω από 120 ώρες ετησίως: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 60%             
Κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία παρέχεται όταν για την πραγματοποίησή της δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης.
•           Με τη νέα διάταξη μειώνεται η αμοιβή και της  κατ' εξαίρεση υπερωρίας:
α) προηγούμενη ρύθμιση: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 100%        
β) τωρινή ρύθμιση: καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 80%

 ΙΑ΄. ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ

Με διατάξεις του νόμου 3863/2010 (άρθρο 74 παρ. 8) προβλέπεται ότι οι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών μπορούν να τους αμείβουν με το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό (84%) του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).
Επιπλέον προβλέπεται (άρθρο 74 παρ. 9) ότι μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, μπορούν να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός έτους, όπου οι μαθητευόμενοι θα λαμβάνουν το 70% του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της  ΕΓΣΣΕ.
Στις διατάξεις αυτές θα πρέπει να προστεθεί και μια διάταξη του Ν. 3845/2010 (άρθρο 2 παρ. 6)  η οποία προβλέπει ότι άνεργοι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ηλικίας μέχρι 24 ετών μπορούν να εργαστούν συνάπτοντας σύμβαση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας διάρκειας μέχρι 12 μηνών, όπου οι ακαθάριστες αποδοχές τους αντιστοιχούν στο 80 % του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Και η περίπτωση αυτή είναι διαφορετική από την πρώτη διότι μιλά για ανέργους που συνάπτουν συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. Ο νόμος μιλά για συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και για συμβάσεις μαθητείας, στην πραγματικότητα όπως έχει ήδη αποδείξει η ιστορία με τα stage πρόκειται για γνήσιες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Τα stage δηλαδή που υποτίθεται ότι καταργηθήκαν επανέρχονται με άλλη μορφή. Αλλά και πέρα από αυτό ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως εξαρτημένης εργασίας ή όχι δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του νομοθέτη αλλά του δικαστή. Επίσης ο νομικός χαρακτηρισμός της σχέσης που αποδεικνύεται εσφαλμένος ή ψευδής στην πράξη δε θα πρέπει να δεσμεύει ούτε τα μέρη ούτε τα δικαστήρια.
Ένα επιπλέον δυσμενές στοιχείο είναι ότι έτσι όπως είναι διατυπωμένες οι διατάξεις ο εργοδότης μπορεί κάθε χρόνο να απολύει και να προσλαμβάνει άλλους νέους εργαζόμενους με υποκατάστατο του κατώτατου μισθού. Ο νόμος επίσης δεν απαγορεύει τη δυνατότητα μιας σύμβασης νέου να μπορεί να συναφθεί από τον ίδιο περισσότερες από μία φορές και με τον ίδιο ή με άλλο εργοδότη, γεγονός που προφανώς θα οδηγήσει σε φαινόμενα εκμετάλλευσης των νέων και των ανέργων.

 ΙΒ΄. ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Διάταξη του νόμου 3899/2010 (άρθρο 13, με την οποία προστέθηκε παράγραφος 5Α στο άρθρο 3 του νόμου 1876/1990) προβλέπει τη σύναψη των λεγόμενων ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων. Πριν από την ανάλυση της διάταξης, είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε τα εξής: Ο νόμος 1876/1990 (άρθρο 3) διέκρινε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας:
            α. Σε  εθνικές  γενικές,  που  αφορούν  τους εργαζόμενους όλης της  χώρας.
            β. Σε κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών  ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή  περιφέρειας  ή και όλης της χώρας.
            γ. Σε   επιχειρησιακές,   που   αφορούν  τους  εργαζόμενους  μιας  εκμετάλλευσης ή επιχείρησης.
            δ. Σε εθνικές ομοιοεπαγγελματικές που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς το επάγγελμα αυτό ειδικοτήτων όλης της χώρας.
             ε. Σε τοπικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και των συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας.
Μέχρι σήμερα ίσχυε η αρχή της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης. Τα επιμέρους είδη των ΣΣΕ συναρθρώνονταν έτσι ώστε η ειδικότερη σύμβαση να είναι ευνοϊκότερη της γενικότερης για να έχει άλλωστε και λόγο ύπαρξης πέραν της όποιας εξειδίκευσής της.  Δηλαδή σε περίπτωση που στο πρόσωπο ενός εργαζόμενου συνέτρεχε η εφαρμογή των ρυθμίσεων περισσότερων από μιας ΣΣΕ, εφαρμοζόταν η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο και ως προς τις αποδοχές και ως προς άλλους όρους εργασίας (άρθρο 10 παρ.1 Ν. 1876/90). Και βέβαια οι εθνικές ΓΣΣΕ καθόριζαν τους κατώτατους μισθούς και ελάχιστους όρους εργασίας που ίσχυαν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας (άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 1876/90).  Έτσι, μια επιχειρησιακή σύμβαση τότε μόνο ήταν έγκυρη εφόσον ρύθμιζε κάτι ευνοϊκότερο από τις ισχύουσες γενικότερες συμβάσεις, και ιδίως από τις κλαδικές οι οποίες σήμερα καλύπτουν (και με τη μέθοδο της κήρυξής τους ως γενικώς υποχρεωτικών) περίπου το 80% των εργαζομένων.
Η νέα διάταξη προβλέπει ότι είναι δυνατό να συνάπτονται επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας εισάγοντας ρυθμίσεις που θα αποκλίνουν από τις αντίστοιχες κλαδικές συμβάσεις χωρίς περιορισμούς. Στην περίπτωση αυτή, οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ονομάζονται "Ειδικές Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας". Και έχουν ως στόχο σύμφωνα με το νόμο τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων
Ας δούμε πιο αναλυτικά τη νέα διάταξη:
1) Τα συμβαλλόμενα  μέρη της ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ:
Ο εργοδότης που απασχολεί και λιγότερους από 50 εργαζόμενους και το επιχειρησιακό σωματείο όπου υπάρχει. Σε επιχειρήσεις όπου δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο, συμβαλλόμενο είναι το κλαδικό σωματείο ή η αντίστοιχη ομοσπονδία. Άρα οι ειδικές επιχειρησιακές ΣΣΕ μπορούν να συναφθούν και σε επιχειρήσεις με λιγότερους από 50 εργαζόμενους, γεγονός που προφανώς ευνοεί τον εργοδότη, αφού το εργατικό μέρος είναι αριθμητικά αδύναμο.
Στην κοινή επιχειρησιακή ΣΣΕ συμβαλλόμενα μέρη είναι το επιχειρησιακό σωματείο (ή αν δεν υπάρχει, το κλαδικό σωματείο) και ο εργοδότης που απασχολεί τουλάχιστον 50 εργαζόμενους.
2) Περιεχόμενο ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ:
α) ύψος μισθών
β) αριθμός θέσεων εργασίας και εργαζομένων
γ) όροι και προϋποθέσεις μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας
δ) διάρκεια της σύμβασης
ε) διαδικασία επαναφοράς στις ρυθμίσεις της κλαδικής σύμβασης μετά τη λήξη ισχύος της ειδικής σύμβασης
στ) κάθε άλλος όρος εφαρμογής της (π.χ. επιτρεπόμενο όριο απολύσεων, ακόμη και ομαδικών, μεγαλύτερων από αυτές που σήμερα προβλέπει ο νόμος;).
3) Αιτιολόγηση ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ:
Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (σωματείο – εργοδότης) υποβάλλουν από κοινού αιτιολογική έκθεση, στην οποία δικαιολογούν την πρόθεσή τους για την κατάρτιση ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ στο Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας το οποίο γνωμοδοτεί μέσα σε 20 ημέρες για τη σκοπιμότητα της κατάρτισης της. Το Συμβούλιο δεν θα μπορεί να αρνηθεί την υπογραφή της συμφωνίας. Άρα η γνώμη του συμβουλίου δεν έχει επίδραση στη σύναψη της ΣΣΕ. Σύμφωνα με το νόμο λοιπόν και αντίθετα με όσα υποστήριζε η υπουργός περί προβληματικών επιχειρήσεων, οποιαδήποτε επιχείρηση με την απλή, και όχι τεκμηριωμένη επίκληση άμεσων προβλημάτων ή μειωμένης κερδοφορίας ή ακόμα και μελλοντικών προβλημάτων μπορεί να επιτυγχάνει την υπογραφή της ειδικής επιχειρησιακής Σύμβασης, στέλνοντας ενημέρωση στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία θα εκφράζει απλή γνώμη.
4) Διάρκεια
Ετήσια, με δυνατότητα επέκτασής της, όπως συμφωνηθεί μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένων. Η κυβέρνηση δεν υποστήριξε την πρόταση που αφορούσε την περιορισμένη διάρκεια των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων, αφού αυτές πλέον μπορούν να ανανεώνονται ελεύθερα. Άρα δεν πρόκειται για σύμβαση αποκλειστικά για ορισμένο κρίσιμο χρονικό διάστημα.
5) Απολύσεις
Δεν περιλαμβάνεται διάταξη στο νόμο για απαγόρευση των απολύσεων κατά την διάρκεια ισχύος της ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ. Αντίθετα λοιπόν με ό,τι ήρθε στη δημοσιότητα, οι ειδικές αυτές συμβάσεις δε συνδέονται αναγκαστικά από το νόμο με οικονομικές δυσχέρειες της επιχείρησης και με την αποφυγή απολύσεων. Προβλέπεται βέβαια στο νόμο ότι οι συμβάσεις αυτές θα λάβουν υπόψη την ανάγκη δημιουργίας ή διατήρησης των θέσεων εργασίας αλλά απαγόρευση απολύσεως δεν τέθηκε.
Συνέπειες από τη νέα ρύθμιση για τις ειδικές επιχειρησιακές ΣΣΕ
1) Καταργείται μια βασική αρχή του εργατικού δικαίου: «η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ του εργαζόμενου». Οι νέες ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις με περιεχόμενο δυσμενέστερο των κλαδικών θα ισχύουν χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις και περιορισμούς. Με αυτό τον τρόπο, το 20% των εργαζόμενων που παίρνουν τον κατώτατο μισθό θα επεκταθεί σε σημαντικό βαθμό. Ο Ν. 3845/2010 (άρθρο 2 παρ.7) ήδη προέβλεπε τη δυνατότητα μια επιχειρησιακή σύμβαση να αποκλίνει όχι μόνο από την κλαδική αλλά και από τη γενική συλλογική σύμβαση εργασίας κι αντίστοιχα μια κλαδική να αποκλίνει από την Εθνική ΓΣΣΕ. Επιτράπηκε δηλαδή οι ειδικότερες ΣΣΕ να θεσπίζουν δυσμενέστερους όρους από εκείνους των γενικότερων. Προφανώς επειδή αυτή η γενική πρόβλεψη δεν λειτούργησε, ήρθε η νέα ρύθμιση με τις ειδικές επιχειρησιακές ΣΣΕ να περιγράψει τον τρόπο λειτουργίας αυτού του πλαισίου και να δώσει ώθηση στην εφαρμογή του.
2) Το αντικείμενο αυτό των συλλογικών συμβάσεων δεν περιορίζεται μόνο στους μισθούς αλλά στο σύνολο των όρων εργασίας, κι αυτό είναι κάτι που έχει περάσει απαρατήρητο. Με τις παραπάνω συμβάσεις είναι δυνατόν να συμφωνούνται από μηδενική βάση, χωρίς δηλαδή τους περιορισμούς του νόμου, θέματα μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας. Βέβαια, δεν δίνεται η δυνατότητα για τα θέματα αυτά να αποφασίζει μονομερώς ο εργοδότης, αλλά από τη στιγμή που μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ο κίνδυνος για χειροτέρευση των όρων εργασίας είναι προφανής.
3) Η πίεση που θα ασκείται μπροστά στην απόλυση, απόλυση που έχει διευκολυνθεί σημαντικά με τις τελευταίες ρυθμίσεις και έχει καταστεί πολύ φθηνότερη, και η απειλή της εκ περιτροπής εργασίας, ή της διαθεσιμότητας θα οδηγεί εκβιαστικά τα επιχειρησιακά συνδικάτα να υπογράψουν συμβάσεις με μεγάλες περικοπές των αμοιβών των εργαζομένων. Ο ισχυρισμός του Υπουργείου Εργασίας ότι για τη μείωση των μισθών απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του συνδικάτου, δεν εγγυάται τίποτε. Τα επιχειρησιακά σωματεία θα εκβιάζονται από τους εργοδότες τους με απειλές για απολύσεις ή γα το κλείσιμο της επιχείρησης και θα αναγκάζονται, ιδιαίτερα εάν είναι εργοδοτικά, να υπογράφουν μεγάλες μειώσεις των μισθών μέχρι το όριο της εθνικής γενικής ΣΣΕ. Η κυβέρνηση λέει ψέματα, όταν ισχυρίζεται πως «θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι κλαδικές ΣΣΕ, αν δεν συμφωνούν οι εργαζόμενοι», διότι οι εργοδοτικές οργανώσεις, μόλις λήξουν οι κλαδικές που τώρα ισχύουν, θα αποφεύγουν και θα αρνούνται να συνάπτουν κλαδικές συμβάσεις, αφού θα προτιμούν τις  ειδικές επιχειρησιακές ή ακόμη καλύτερα (και χειρότερα για τους εργαζόμενους) τις ατομικές συμβάσεις.
4) Εάν υπογραφεί μια τέτοια ειδική επιχειρησιακή σύμβαση σε μια μόνο επιχείρηση ενός κλάδου, είναι σίγουρο ότι με την επίκληση του «ανταγωνισμού» θα γενικευτεί σ' όλο τον κλάδο. Ο εργοδότης μια άλλης επιχείρησης του ίδιου κλάδου δηλαδή αναμένεται,  επικαλούμενος τον αθέμιτο ανταγωνισμό στο εργατικό κόστος, να πιέσει για την εφαρμογή της ειδικής επιχειρησιακής ΣΣΕ και στη δική του επιχείρηση. Κατά συνέπεια θα γενικευτεί η απόκλιση από τις κλαδικές συμβάσεις. Ενώ, εκτός όλων των άλλων, η νέα ρύθμιση θα οδηγήσει και σε ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων ομοειδών επιχειρήσεων. 

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Tο εργασιακό τοπίο στην Ελλάδα μετά από το μνημόνιο

Εισήγηση Γιάννη Κουζή στην εκδήλωση της Αυτόνομης Παρέμβασης ''Οι εργασιακές σχέσεις στην εποχή του μνημονίου''

 1.Οι εξελίξεις στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων που διαμορφώνονται στην Ελλάδα μετά από την επιβολή του μνημονίου συνιστούν την επίτευξη ενός στόχου που έχει δρομολογηθεί κατά την τελευταία 20ετία από διεθνείς και εθνικούς κύκλους ισχυρών οικονομικών συμφερόντων, και υλοποιείται με αφορμή και άλλοθι την κρίση και το μνημόνιο. Οι αλλαγές που συντελούνται εντάσσονται στο ίδιο πνεύμα των «μεταρρυθμίσεων» των δύο τελευταίων δεκαετιών υπό την επίκληση του στόχου της ανταγωνιστικότητας που μεταφράζεται με όρους μείωσης και συμπίεσης των δαπανών για την εργασία αβέβαιης αποτελεσματικότητας, πέραν της διασφάλισης της αυξημένης κερδοφορίας του κεφαλαίου, της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της επέκτασης της επισφάλειας και ανασφάλειας στους κόλπους των εργαζομένων. Εντούτοις παρά τις εντυπωσιακές αλλαγές που έχει υποστεί η ελληνική αγορά εργασίας , ήδη πριν από την εκδήλωση της κρίσης, ο χαρακτηρισμός της ως «άκαμπτης» παραμένει επίμονα.
Παρά την ποικιλία όλου του φάσματος των ευελιξιών που νόμιμα θεσμοθετούνται και, που σε συνδυασμό με την κραυγαλέα ανεπάρκεια των ελεγκτικών μηχανισμών εφαρμογής της νομοθεσίας, διευρύνουν επικίνδυνα τους θύλακες του «εργασιακού μεσαίωνα», οι πιέσεις εντείνονται και βρίσκουν με την κρίση το πρόσφορο έδαφος για την ολοκλήρωση της εφαρμογής μιας παλιάς ατζέντας που οι συγκυρίες δεν ευνόησαν την πλήρη υλοποίησή της.

2. Η κρίση και το μνημόνιο είναι η αφορμή μιας μεθοδευμένης παρέμβασης απέναντι στην εργασία με αφετηρία τον δημόσιο τομέα, ο οποίος, εκτός από την κακόβουλη απαξίωση που δέχεται παράλληλα με την εύλογη αποσιώπηση των αιτιών των παθογενειών του, υφίσταται σοβαρές απώλειες στο επίπεδο της απασχόλησης, των αμοιβών και των ευρύτερων εργασιακών δικαιωμάτων, υπό την επίκληση μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων και την δημιουργία όρων κοινωνικού αυτοματισμού και τεχνητών διαιρέσεων ανάμεσα στους εργαζόμενους. Μια τέτοια τακτική αποβλέπει στην γενικότερη υποβάθμιση των όρων εργασίας εφόσον, όχι μόνο στερεί από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα τις όποιες αναφορές για την περαιτέρω βελτίωσης της θέσης τους, αλλά δημιουργεί και το κατάλληλο κλίμα «μοιρολατρίας» για τα όσα θα επακολουθήσουν στον ιδιωτικό τομέα μετά από τα πλήγματα που δέχονται οι συνάδελφοί τους του δημοσίου με τη θεσμικά υψηλότερη προστασία και τον υψηλότερο δείκτη συνδικαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό επιτυγχάνεται η δραματική, και με πολλαπλές επιπτώσεις, συρρίκνωση της δημόσιας απασχόλησης, το πάγωμα μισθών, η οριζόντια περικοπή αποδοχών στις ΔΕΚΟ, η μείωση και η κατάργηση επιδομάτων σε βαθμό που οι εισοδηματικές απώλειες σε ορισμένες κατηγορίες να υπερβαίνουν το 25% σε διάστημα ενός έτους. Σε αυτά προστίθενται τα επόμενα βήματα που είναι η κατάργηση των κανονισμών προσωπικού και η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στις αστικές συγκοινωνίες με προοπτική επέκτασης των μέτρων αυτών και στις υπόλοιπες ΔΕΚΟ, η καθιέρωση ενιαίου μισθολογίου με όρους γενικής υποβάθμισης, η αύξηση του ωραρίου στις 40 ώρες και η απελευθέρωσή του, η απειλή της μονιμότητας με το επιχείρημα της κατάργησης οργανισμών και οργανικών θέσεων.

3.Ο πυρήνας των παρεμβάσεων που αποσκοπεί στην αποτελεσματική  και μακροπρόθεσμη συρρίκνωση των δαπανών(«κόστους») εργασίας έγκειται στην απορρύθμιση των όρων διαμόρφωσης των μισθών και του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων με τη νόμιμη διάβρωση του κλαδικού μισθού που εισάγεται με τις ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις με το επιχείρημα της διάσωσης των θέσεων εργασίας αλλά και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας που δίνει το έναυσμα για την εφαρμογή τους και σε επιχειρήσεις με υψηλή κερδοφορία. Οι ρυθμίσεις αυτές ανατρέπουν τη βασική αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για την εργασία και επιβουλεύονται σοβαρά στην πράξη τον θεσμό της επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων, ενώ συνοδεύονται και με μέτρα περιορισμού του ρόλου του ΟΜΕΔ και ισχυροποίησης της πλευράς του κεφαλαίου στις διαδικασίες επίλυσης των συλλογικών εργατικών διαφορών. Στο ίδιο πλαίσιο βάλλεται έμμεσα και γενικός κατώτατος μισθός, υπό το άλλοθι των συμβάσεων μαθητείας(stages) των νεοπροσλαμβανόμενων νέων μέχρι 24 ετών, από τη δυνατότητα διάβρωσής του κατά 20% ενώ ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει την πλήρη κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών μειώνοντας ακόμη περισσότερο το μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις και ενισχύοντας τα σχετικά μέτρα απαλλαγής τους χωρίς, ωστόσο, ουσιαστικές εγγυήσεις για τη διατήρηση, τουλάχιστον, της απασχόλησης. Επίσης, το τριετές πάγωμα των μισθών, η απαγόρευση και κατάργηση κάθε συλλογικής ρύθμισης που υπερβαίνει την εισοδηματική πολιτική συμπληρώνουν την πολιτική μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Τέλος, η μείωση του κόστους υπέρβασης του ωραρίου με τη συμπίεση κατά 20% του κόστους της υπερεργασίας και της κάθε μορφής υπερωρίας αποτελεί μια ακόμη ρύθμιση στην κατεύθυνση του περιορισμού των δαπανών για την εργασία, ως επαχθούς κόστους για το κεφάλαιο.

4.Η άρση του πλαισίου προστασίας από τις απολύσεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο έξαρσης της κρίσης και της ανεργίας, αποτελεί μια ακόμη κεντρικής σημασίας παρέμβαση ώστε η διευκόλυνση και η απελευθέρωση των απολύσεων να αποτελεί το μέσο πίεσης για την επιβολή των μέτρων συμπίεσης του κόστους εργασίας(πχ. ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, αποδοχή της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας υπό την απειλή της τροποποιητικής καταγγελίας της σύμβασης).Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η επέκταση της δοκιμαστικής σύμβασης στο ένα έτος με συνέπεια τη μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης και την προσθήκη και ανάπτυξη μιας νέας μορφής επισφάλειας, η μείωση έως και κατά ¾ του χρόνου προειδοποίησης στην τακτική καταγγελία των συμβάσεων που συνεπάγεται μέχρι και 18 μισθούς μικρότερη αποζημίωση για τη μεγάλη προϋπηρεσία, την απεριόριστη αύξηση των δόσεων καταβολής των αποζημιώσεων απόλυσης, με την παράλληλη μείωση του ποσού κάθε δόσης. Επίσης, η αύξηση του ορίου για τις ομαδικές απολύσεις κατά 50% για τις επιχειρήσεις έως 150 εργαζόμενους και κατά 150% για τις μεγαλύτερες συνιστά ένα ακόμη μέτρο διευκόλυνσης των απολύσεων και επέκτασης της κοινωνικής ανασφάλειας.

5.Η λήψη μέτρων για την ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας αποτελεί μια ακόμη σημαντική παράμετρο των μέτρων του μνημονίου με έμφαση στην ανάπτυξη και την επέκταση της διάρκειας της προσωρινής απασχόλησης πέραν των 2 ετών, στους 36 μήνες, μέσα από τα γραφεία δανεισμού εργαζομένων με τη δυνατότητα τριπλασιασμού του χρόνου ενοικίασης. Επιπλέον επεκτείνεται η ετήσια διάρκεια της εκ περιτροπής εργασίας (3ήμερα,4ήμερα) στους 9 μήνες(με δυνατότητα διαδοχής 2 ετήσιων περιόδων μέχρι του 18μηνου)που σε συνδυασμό με την κατάργηση των όποιων προσαυξήσεων στην υπερωριακή απασχόληση και στις αμοιβές της «περιορισμένης» μερικής απασχόλησης ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξη της απασχόλησης με μειωμένα ωράρια που παρουσίαζε περιορισμένη εφαρμογή υπό άλλες συγκυρίες.

6.Στα μέτρα που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις του ιδιωτικού τομέα αναμένεται να προστεθούν και άλλα στο πλαίσιο του 4ου μνημονίου, όπως η διευκόλυνση της ελαστικής διευθέτησης του ωραρίου με ατομικές συμφωνίες, σε συνδυασμό με την περαιτέρω μείωση του κόστους των υπερωριών, η κατάργηση επιδομάτων και των αποζημιώσεων σε περίπτωση πρόωρης λύσης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η εξατομίκευση των αμοιβών και η σύνδεσή τους με την παραγωγικότητα μέσα από ένα αμφισβητήσιμο πλαίσιο αξιολόγησης της τελευταίας που ανατρέπουν πλήρως το σύστημα διαμόρφωσης των μισθών. Η εξέλιξη αυτή άλλωστε αποτελεί και τον απώτερο στόχο όσων επιλέγουν να απορρυθμίσουν το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων διαβρώνοντας την έννοια του κλαδικού και του γενικού κατώτατου μισθού, ως μεταβατική εξέλιξη πριν από την επίτευξη του τελικού στόχου. Πρόκειται για τις τελευταίες ρυθμίσεις που απομένουν από ένα μακρύ κατάλογο αιτημάτων του κεφαλαίου που χρονολογείται εδώ και δύο δεκαετίες υπό το άλλοθι της κρίσης και του μνημονίου και χωρίς να χρειάζεται πλέον το εύπεπτο και απατηλό άλλοθι της flexicurity.

7.Oι αλλαγές που συντελούνται στην ελληνική αγορά εργασίας είναι αποτέλεσμα του συντονισμού διεθνών(ΔΝΤ και κυρίως Ευρωπαϊκής Ενωσης) και εθνικών(κυρίως του ΣΕΒ)ισχυρών οικονομικών συμφερόντων υπό την αποδοχή των κυβερνώντων που τις υιοθετούν. Οι αλλαγές αυτές ως προς το περιεχόμενό τους δεν συνιστούν καινοτομία στον ευρωπαϊκό χώρο αφού συναντώνται διάσπαρτες σε μεγάλο αριθμό επιμέρους χωρών. Ωστόσο, καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι τέτοιας ποσότητας και περιεχομένου μέτρα λαμβάνονται σε διάρκεια μόλις λίγων μηνών, προκαλώντας με τη βιαιότητα, την κοινωνική αναλγησία και το μένος που εκδηλώνουν απέναντι στο σύνολο της μισθωτής εργασίας.

8.Τα μέτρα που λαμβάνονται δεν είναι προσωρινά αλλά επιδιώκεται να έχουν χαρακτήρα μόνιμο.Ο στόχος αυτός ενισχύεται από τα σενάρια συνταγματοποίησης των σιδηρών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας με την συνταγματική καθιέρωση της λιτότητας εισοδημάτων. Εντάσσονται σε μια στρατηγική «τριτοκοσμοποίησης» της εργασίας στο πλαίσιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων με όρους συμπίεσης των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε μια πολλαπλά αδιέξοδη πορεία με μόνο το αποτέλεσμα της αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και τη βίαιη αναδιανομή πλούτου σε βάρος της εργασίας. Η διατήρηση της ύφεσης και η αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα Ισπανίας(>20%) συνδέονται και με την προοπτική εξαφάνισης μεγάλου τμήματος μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, και υπό την απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων, που θα οδηγήσουν στην προοδευτική αύξηση της μισθωτής εργασίας συγκλίνοντας με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα(από 65% στο 85%).

9.Το νέο εργασιακό τοπίο που διαμορφώνεται μετά από το μνημόνιο σε μια, και θεσμικά πλέον, απορρυθμισμένη αγορά εργασίας οδηγεί στην γενίκευση της επισφάλειας που θα επιβάλλουν σωρευτικά η επέκταση της ευέλικτης εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές υπό την πίεση της ανεργίας με τις φθηνές και εύκολες απολύσεις που θα καθιστούν αβέβαιη την προοπτική συνταξιοδότησης που θα υπολογίζεται, όταν θα συμπληρώνονται οι προϋποθέσεις, με βάση τις αποδοχές ενός ολόκληρου εργάσιμου βίου. Η «γενιά των 700 ευρώ», που δεν περιορίζεται στις ηλικίες των νέων εργαζόμενων αφήνει τη θέση της στη «γενιά των 500 ευρώ». Ωστόσο, η γενιά των νέων εργαζόμενων, υπό το φως των νέων δεδομένων, οδηγείται στην διαμόρφωση μιας νέας εργασιακής κουλτούρας υπό την απόλυτη κυριαρχία της ανασφάλειας και της επισφάλειας με περιορισμένα δικαιώματα και προσδοκίες από τη θέση τους στην αγορά εργασίας. Η εικόνα αυτή ενισχύει την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση στους κόλπους των νέων εργαζόμενων που βιώνουν τις σύγχρονες συνθήκες εργασίας απέχοντας , κατά κανόνα,από κάθε συλλογική δράση στις ηλικίες κάτω των 35 ετών, εξέλιξη για την οποία σημαντική είναι και η ευθύνη των συνδικάτων  με τις πράξεις και τις παραλείψεις του.

10. Με τα μέτρα ενισχύονται τα τα πλήγματα απέναντι στον συνδικαλισμό μέσα από τη μείωση του ρόλου του δημόσιου τομέα που αποτελεί τον ισχυρό πυλώνα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, την απαξίωση του ρόλου των κλαδικών συμβάσεων και κατ' επέκταση των κλαδικών συνδικάτων που με τη σειρά τους οφείλουν να διεκδικήσουν τη θεσμική τους παρουσία στους χώρους εργασίας και ανεξάρτητα από την δημιουργία επιχειρησιακών σωματείων στην κατεύθυνση προσαρμογής στο νέο καθεστώς, για τα οποία ζητούμενο αποτελεί η αυτόνομη συνδικαλιστική δράση ή η προσχώρηση σε πρακτικές εργοδοτικού συνδικαλισμού.

* Ο Γιάννης Κουζής είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΣΚΟΥΠΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Το κυβερνητικό νομοθετικό κατασκεύασμα φέρνει ένα νέο καθεστώς σύγχρονης δουλείας

Αθήνα 13/12/2010
του Γιάννη Δούκα
μέλους της Ε.Ε. της ΟΜΕ – ΟΤΕ

            Η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο που κατέθεσε την περασμένη Πέμπτη 9/12 και με ένα από τα πιο ακραία μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα επιχειρεί μέσα σε λίγες ώρες να μετατρέψει τη δουλειά σε δουλεία, να ξηλώσει το θεμέλιο λίθο στον οποίο στηρίζεται η εργατική προστασία και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να καταργήσει συλλογικές συμβάσεις δεκαετιών, να διαγράψει εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, να μειώσει εκ νέου τους μισθούς των εργαζόμενων στις δημόσιες επιχειρήσεις και να οδηγήσει αμέτρητες χιλιάδες μισθωτών στον καιάδα της ανεργίας και στο κοινωνικό περιθώριο. Με το άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις θεατές αλλά και μερικές από τις αθέατες επιπτώσεις που επιφέρει στις εργασιακές σχέσεις, στο καθεστώς των απολύσεων, στις συλλογικές συμβάσεις και στους μισθούς το προτεινόμενο νομοσχέδιο.
1.     Το νέο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της προσφυγής στη μεσολάβηση και διαιτησία (ΟΜΕΔ) και οι επιπτώσεις τους
Η παρέμβαση που γίνεται έρχεται να συμπληρώσει τις μέχρι σήμερα αρνητικές κυβερνητικές επιλογές. Αυτές ήταν η κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους νέους μέχρι 25 ετών για τους οποίους προβλέπεται ότι θα αμείβονται με μισθό ίσο με το 84% ή και 70% στις συμβάσεις μαθητείας του κατώτερου και η απαγόρευση του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) να βγάζει διαιτητικές αποφάσεις πάνω από τη σύμβαση που υπέγραψε η ΓΣΕΕ (0% για φέτος). Με τη νέα ρύθμιση καταργείται, με τη δημιουργία της λεγόμενης ειδικής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας η προστατευτική διάταξη που όριζε ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν των κλαδικών μόνο όταν είναι ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο. Το νέο πλαίσιο που θα διέπει τις ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ανοίγει το δρόμο στη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, στο να καταστεί το εργατικό κόστος στοιχείο του ανταγωνισμού και να έχουμε μια συνεχή χειροτέρευση των μισθών, των όρων εργασίας, των όρων και προϋποθέσεων μερικής απασχόλησης, της εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, ακόμη και «διαπραγμάτευση» θέσεων εργασίας και απολύσεων στο όνομα του να μην κλείσει η επιχείρηση. Η επέκταση της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων στις επιχειρήσεις που δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις που επισείει η Υπουργός εργασίας είναι χωρίς αντίκρισμα αφού έτσι ή αλλιώς θα υπερισχύει η Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (άρθρο 14). Από τη μια μεριά θα ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια διάφορα εργοδοτικά σωματεία και από την άλλη στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που αντιστέκονται στις εργοδοτικές πιέσεις θα μπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το δίλημμα της μείωσης των κερδών, των προβλημάτων του ανταγωνισμού, των μικρότερων αποδοχών του προσωπικού μιας όμορης επιχείρησης και της απειλής του λουκέτου με στόχο την αποδοχή της μείωσης των αποδοχών, της χειροτέρευσης των όρων εργασίας και της μείωσης των θέσεων εργασίας.
Με το νομοσχέδιο αυτό καταργεί με μια μονοκονδυλιά το νόμο 1876/90 που είναι το μοναδικό νομοθέτημα που έτυχε της απόλυτης στήριξης τόσο των κομμάτων όσο και των κοινωνικών συνομιλητών. Στη θέση του προωθεί ρυθμίσεις με τις οποίες οι δικλείδες που υπάρχουν οδηγούν στην κατάργηση της διαιτησίας και σε συνδυασμό με τις άλλες ρυθμίσεις για τις συμβάσεις που αναφέραμε παραπάνω οδηγεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο απόσπασμα. Στο νέο οργανισμό οι διαιτητές και οι μεσολαβητές θα πρέπει να τύχουν της ομόφωνης έγκρισης των εκπροσώπων του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ και της ΓΣΕΕ. Αν δηλαδή διαφωνεί έστω και ένας από την εργοδοτική πλευρά ο διαιτητής – μεσολαβητής θα απορρίπτεται. Το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής δεν το έχει πλέον μόνο η εργατική πλευρά αλλά το αποκτά και η εργοδοσία. Σε περίπτωση που η εργοδοσία προσφύγει στη διαιτησία αναστέλλεται το δικαίωμα της απεργίας. Η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στα ζητήματα του βασικού ημερομισθίου ή/και του βασικού μισθού. Επιπρόσθετα υπάρχει ρητή αναφορά στο ότι ο διαιτητής προκειμένου να εκδώσει μια διαιτητική απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη του την οικονομική κατάσταση και την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας. Τέλος αν από τη διαδικασία αυτή προκύψει κάτι θετικό για τους εργαζόμενους ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να προσβάλει τη διαιτητική απόφαση στο πρωτοδικείο και αν δεν του αρέσει η πρωτόδικη απόφαση έχει και δικαίωμα έφεσης (άρθρο 15).
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Την κατάργηση στην πράξη όλων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την απογείωση των ατομικών συμβάσεων και το εργατικό κόστος να μπαίνει στο φαύλο κύκλο του ανταγωνισμού. Τα χειρότερα έπονται. Η κατάργηση του κατώτατου μισθού που υπογράφει η ΓΣΕΕ θα σημάνει την αρχή του τέλους της συνομοσπονδίας.  Αυτό σε συνδυασμό με το χτύπημα που δέχονται οι κλαδικές, οι ομοιοεπαγγελματικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των ομοσπονδιών και των πρωτοβάθμιων σωματείων. Η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την ύπαρξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
2.     Η νέα παρέμβαση στο στο καθεστώς των απολύσεων
Με το νομοσχέδιο αυτό καταργεί ακόμη και τις ρυθμίσεις που αυτή η κυβέρνηση έφερε και ψήφισε με το νόμο 3863/2010 και έκανε πιο εύκολες τις απολύσεις για τους εργοδότες. Με το νόμο εκείνο μείωσε τον απαιτούμενο χρόνο προειδοποίησης προκειμένου να δώσει τη μισή αποζημίωση σε σημείο κοροϊδίας. Κατήργησε μια ρύθμιση ενός αιώνα (ίσχυε από το 1920) που δεν την πείραξαν ούτε οι κατοχικές ούτε οι δικτατορικές κυβερνήσεις. Σήμερα έρχεται και κάνει τα πράγματα ακόμη πιο ευνοϊκά για την εργοδοσία αφήνοντας τους μισθωτούς στο έλεός της. Με τη ρύθμιση που φέρνει καταργείται η αποζημίωση για προϋπηρεσία μέχρι ένα χρόνο (ήταν ένας μήνας). Ο πρώτος χρόνος πρόσληψης θεωρείται δοκιμή και σε οποιαδήποτε στιγμή ο εργοδότης δικαιούται να απολύσει το μισθωτό χωρίς αποζημίωση. Για το διάστημα μετά τον πρώτο χρόνο περιορίζει το χρόνο προειδοποίησης στον ένα μήνα προκειμένου να του δώσει τη μισή αποζημίωση δηλαδή το μισθό ενός μήνα (με το νόμο που η ίδια ψήφισε ο χρόνος αυτός ήταν δύο μήνες). (άρθρο 18 § 5).
3.     Η νέα παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις
Με το νομοσχέδιο γίνεται και νέα παρέμβαση ώστε η αγορά εργασίας να γίνει περισσότερο «ευέλικτη».
·         Για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση που εργάζονται λιγότερο από τέσσερεις ώρες την ημέρα καταργεί την προσαύξηση κατά 7,5% που ίσχυε (άρθρο 18 § 1).
·         Για τους ίδιους με μερική απασχόληση η αμοιβή της εργασίας πέραν του συμφωνημένου χρόνου πέρασε από σαράντα κύματα για να καταλήξει να είναι αυξημένη κατά 10% με το νόμο 3846/2010 αυτής της κυβέρνησης. Η προσαύξηση αυτή με το νομοσχέδιο καταργείται (άρθρο 18 § 2).
·         Η δυνατότητα του εργοδότη να επιβάλει εκ περιτροπής εργασία μέχρι έξι μήνες στο ίδιο έτος γίνεται εννέα μήνες (άρθρο 18 § 3).
·         Η ενοικίαση εργαζομένων κατέληξε με το νόμο 3846/2010 αυτής της κυβέρνησης να επιτρέπεται μέχρι  18 μήνες πέραν των οποίων μετατρεπόταν σε εργασία αορίστου χρόνου. Με το νομοσχέδιο η ενοικίαση επιτρέπεται μέχρι 36 μήνες (άρθρο 18 § 4).
4.     Η κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας στις ΔΕΚΟ και η εκ νέου μείωση των μισθών στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα
Με προηγούμενους νόμους είχαμε μέχρι σήμερα την κατάργηση όλων των συμβάσεων εργασίας σε μισθούς και σε εργασιακές σχέσεις στον ΟΣΕ και την οριζόντια μείωση των αποδοχών σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις. Για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα η αρχή έγινε με το νόμο3833/2010 ο οποίος επέβαλλε οριζόντια μείωση των αποδοχών κατά 7% και μείωσε τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και κανονικής άδειας κατά 30%. Η συνέχεια ήταν ο νόμος 3845/2010 με τον οποίο επιβλήθηκε περαιτέρω οριζόντια μείωση των αποδοχών των εργαζόμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά 3% και ο 13ος και 14ος μισθός έγιναν μικρά επιδόματα (500 € τα Χριστούγεννα και από 250 € δώρο Πάσχα και επίδομα άδειας). Με το νομοσχέδιο που κατέθεσε βάζει ανώτατο όριο μικτών αποδοχών τις 4.000 € (εξαιρώντας βέβαια τα Golden Boys) και μειώνει οριζόντια κατά 10% τους μισθούς των εργαζόμενων εκείνων που έχουν μικτές μηνιαίες αποδοχές άνω των 1800 €. Τίθεται όριο πρόσθετων αμοιβών (υπερωρίες, εκτός έδρας κλπ) το 10% των δαπανών μισθοδοσίας. Για όσους έχουν μεταταγεί από την 1/1/2010 και μετά λαμβάνουν το μισθό της νέας τους θέσης και τυχόν παραπάνω αμοιβές που έπαιρναν στην προηγούμενη εργασία τους δεν τους ακολουθεί και καταργείται (άρθρο 2). Τι δείχνουν και τι σημαίνουν όλα  αυτά; Ότι για όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις τελείωσαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ότι θα διαλυθεί ακόμη και ότι μέχρι σήμερα έχει γλυτώσει, ότι κάθε νέα «διαπραγμάτευση» με την τρόικα θα φέρνει και νέες μειώσεις στους μισθούς (αυτή είναι η τρίτη από το Μάρτιο του 2010 μέχρι σήμερα). Υπάρχει και μία ακόμη η οποία δεν έχει προσεχθεί όσο πρέπει. Για πρώτη φορά ένας εργαζόμενος σε δημόσια επιχείρηση που αν και έχει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης σήμερα επιλέγει να παραμείνει στην παραγωγή τιμωρείται με το να δικαιούται αύριο μικρότερη σύνταξη από ότι σήμερα. Αυτό συμβαίνει γιατί η βάση υπολογισμού του συντάξιμου μισθού συνεχώς μειώνεται με τις αλυσιδωτές μειώσεις μισθών που επιβάλλονται.
Εκτός όλων των άλλων μέσα στις ρυθμίσεις που αφορούν τον ΟΜΕΔ κρύβεται και μία διάταξη με την οποία η σύμβαση εργασίας των νεοπροσλαμβανόμενων στις δημόσιες επιχειρήσεις δεν ακολουθεί αυτά που ισχύουν για τους παλαιούς εργαζόμενους. Όπως αναφέρεται το άρθρο 56 του νόμου 3691/2010 συνεχίζει να ισχύει (άρθρο 17 § 1). Το άρθρο αυτό ορίζει ότι  «Η σύμβαση του προηγούμενου εδαφίου (δηλαδή των νεοπροσλαμβανόμενων)  διέπεται από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα, και της απόφασης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα στην επιχείρηση επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή από τον Κανονισμό Εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη συλλογική συμφωνία ή συλλογική ρύθμιση ή επιχειρησιακή συνήθεια, ιδίως ως προς τις αποδοχές των νεοπροσλαμβανομένων, τα ρεπό, τις άδειες, τις κάθε είδους προσαυξήσεις των αποδοχών, τα επιδόματα και λοιπές παροχές, καθώς και τη διαδικασία προσλήψεων − απολύσεων.»
5.     Εισοδηματική πολιτική 2011, περιορισμός προσλήψεων, εργασιακό καθεστώς τύπου ΟΣΕ στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα ΑΒΕΕ και μειώσεις μισθών στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος
Με το άρθρο 3 § 1 απαγορεύεται η οποιαδήποτε αύξηση σε όλο το δημόσιο, τους ΟΤΑ και τις δημόσιες επιχειρήσεις για το 2011. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο πέντε αποχωρήσεις μία πρόσληψη με το νόμο 3833 για μετακλητούς υπαλλήλους, για μη πολιτικό προσωπικό ενόπλων δυνάμεων, για ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό νέων νοσηλευτικών μονάδων, για επιτυχόντες του ΑΣΕΠ και των φορέων για τους οποίους έχουν εκδοθεί οριστικά αποτελέσματα καταργούνται. (άρθρο 3 § 4γ). Το 2010 η κυβέρνηση περιόρισε τις εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού αορίστου χρόνου και τις συμβάσεις μίσθωσης έργου κατά 30% σε σχέση με το 09. Τώρα τις μειώνει αντίστοιχα για το 11 σε σχέση με το 10 κατά 15% (άρθρο 3 § 4δ). Για τους εργαζόμενους στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ ΑΒΕΕ) τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα απ’ ότι στις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις αφού γι’ αυτούς επιφυλάσσει τις ίδιες ρυθμίσεις που κατεδάφισαν το εργασιακό καθεστώς στον ΟΣΕ, μειώσεις μισθών, αλλαγές κανονισμών εργασίας, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, υποχρεωτικές μετατάξεις και απολύσεις (άρθρο 1 § 4). Για τους εργαζόμενους στην Αγροτική Τράπεζα και στις θυγατρικές της εκτός από την οριζόντια μείωση του 10% όσων έχουν αποδοχές άνω των 1800 € καταργεί σε όσους έχουν μικτές αποδοχές άνω των 1500 € το επίδομα χαμηλόμισθου και καταργεί πλήρως ένα ακόμη επίδομα (άρθρο 12). Επίσης οι προσλήψεις που είχαν δρομολογηθεί για την ΑΤΕ μέσω ΑΣΕΠ καταργούνται και οι επιτυχόντες θα προσληφθούν, υπό προϋποθέσεις από το ΙΚΑ. Οι προϋποθέσεις κατ’ αρχήν είναι οι ανάγκες αλλά και οι οικονομικές δυνατότητες του ΙΚΑ. Από κει και μετά οι επιτυχόντες προσλαμβάνονται αν υπάρχει αντίστοιχη θέση στο νομό αν όχι σε όμορους νομούς και αν δεν υπάρχουν κατά την κρίση του ΙΚΑ (άρθρο 13).


Οι προωθούμενες ρυθμίσεις είναι σε πλήρη αρμονία με τις απαιτήσεις των εργοδοτών, κατεδαφίζουν το εργατικό δίκαιο που κατακτήθηκε τον προηγούμενο αιώνα, καταργούν συλλογικές συμβάσεις δεκαετιών, επιχειρούν να εξαφανίσουν την όποια δυνατότητα συλλογικής δράσης και διαπραγμάτευσης, μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε ζούγκλα όπου κατισχύει το δίκαιο του εργοδότη, οδηγούν τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις σε μια ανηλεή μάχη καθιστώντας τα καθοριστικούς παράγοντες στο φαύλο κύκλο του ανταγωνισμού και οδηγούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του ελληνικού Λαού στη φτώχεια, στην ανασφάλεια, στην ανεργία και στο κοινωνικό περιθώριο.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ απαιτείται η δημιουργία ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μετώπου αντίστασης σ’ αυτές τις πολιτικές. Σήμερα που χτυπιούνται όλα αυτά που κατακτήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα η ανάγκη κοινής δράσης όλων των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητη. Η συντεχνιακή αντίληψη που ενυπάρχει σε μια σειρά συνδικαλιστικών οργανώσεων ότι ο καθένας μόνος του θα αντιμετωπίσει την κατάσταση και θα λειάνει τις επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής για το χώρο του είναι ατελέσφορη. Άλλο τόσο ατελέσφορη είναι και η αντίληψη ότι η κατάσταση αντιμετωπίζεται μέσα από την καθαρότητα και τον ιδεολογικό απομονωτισμό. Και τα δύο ίσως να προσφέρουν μια αυταρέσκεια σε κάποιους ότι επιτέλεσαν το καθήκον τους και να έχουν ενδεχομένως και κάποια παραταξιακά ή και κομματικά οφέλη. Τα ζητούμενα όμως είναι άλλα. Είναι η αντίσταση και η αποτελεσματική και πετυχημένη κινητοποίηση ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της κυβέρνησης και της τρόικας. Είναι η ανατροπή αυτής της πολιτικής. Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο κρινόμαστε σήμερα όλοι μας.


Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΛΛΙΑ*
  
H εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ταχεία μετεξέλιξή της σε δημοσιονομική, και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της, αποτυπώνουν τον υπό διαμόρφωση κοινωνικό συσχετισμό δύναμης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ο αρνητικός, για τις δυνάμεις της εργασίας, κοινωνικός συσχετισμός δεν μπόρεσε, έως τώρα, να αποτρέψει την εφαρμογή των μέτρων που έχουν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα, να ανατραπούν συνολικά κατακτήσεις του εργατικού κινήματος των τελευταίων 60 ετών. Οι αρνητικές παρενέργειες των μέτρων που εξαγγέλλονται, το ένα πίσω από το άλλο, σε συνδυασμό με την παραλυτική κατάσταση που επικρατεί στις τάξεις του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, οδηγούν μεγάλες κατηγορίες της μισθωτής εργασίας σε απόγνωση.



    Η σταθερή – πλήρη απασχόληση – σε αποσύνθεση, τα ασφαλιστικά δικαιώματα σε λεηλασία, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε πλήρη απαξίωση, η καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, η αποσύνθεση στο χώρο της παιδείας της υγείας κλπ, οι μικρές εστίες κοινωνικών αντιστάσεων σε απόλυτη ενοχοποίηση από την κυρίαρχη προπαγάνδα, που σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνά τα όρια του Γκεμπελισμού, είναι μερικά κομμάτια του πάζλ του τοπίου που διαμορφώνεται σήμερα για τους εν ενεργεία εργαζόμενους αλλά και για τις μελλοντικές γενιές.
   Από αυτή την άποψη ζητήματα που έως τώρα έθετε για συζήτηση η επικαιρότητα όπως, ισότητα στην αγορά εργασίας, διακρίσεις λόγω φύλου, δικαιώματα εργαζομένων (άδειες, γονικές άδειες, άδειες μητρότητας κλπ), συνδυασμός των επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των εργαζομένων, ενώ αποτελούσαν κεντρικό σημείο αναφοράς στις πολιτικές για την αγορά εργασίας, έχουν τεθεί στο περιθώριο του σχεδιασμού των πολιτικών για την αγορά εργασίας.
   Συνεπώς, ο ευνοϊκός, για την εργοδοτική πλευρά, κοινωνικός συσχετισμός, της παρέχει την ευχέρεια να αξιοποιεί την ανάγκη του εργαζόμενου για οικογενειακές διευθετήσεις αποκλειστικά προς όφελός της. Σε μια περίοδο όπου οι προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής εδράζονται στην δημοσιονομική εξυγίανση, μέσω της αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος της εργασίας, η συζήτηση και ο προβληματισμός για τον συνδυασμό των επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των εργαζομένων, ουσιαστικά επικεντρώνεται στην περαιτέρω ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου και στην ένταξη στην αγορά εργασίας, κυρίως των γυναικών, δίχως κανένα μέτρο προστασίας της απασχόλησης και διασφάλισης στοιχειωδών δικαιωμάτων.
   Οι αλλαγές στην κοινωνική ασφάλιση των γυναικών, με την άρση των μέτρων προστασίας για τις μητέρες με ανήλικα παιδιά, με την προς τα πάνω εξίσωση των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών, αλλά και γενικότερες αλλαγές όπως, ο τρόπος υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών, το ύψος του ποσοστού αναπλήρωσης, η κατάργηση της 35ετίας και 37ετίας για δικαίωμα συνταξιοδότησης στην ηλικία των 60 ετών καθώς επίσης και η ουσιαστική άρνηση της πολιτείας, να εγγυηθεί τον δημόσιο, αναδιανεμητικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, διαμορφώνουν ένα αρκετά δυσμενές πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την πλευρά των εργαζομένων στα ζητήματα του συνδυασμού επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων. Μέτρα όπως: Οι περιορισμοί του ρόλου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στην αναπλήρωση του εισοδήματος, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου καθώς και οι νομοθετικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό του ρόλου του ΟΜΕΔ, πλήττουν στην ουσία τον ίδιο τον θεσμό της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
   Η ανάπτυξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης αποτελεί για τις κυρίαρχες πολιτικές το αντίδοτο στα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αντλούν όμως τη νομιμοποιητική τους βάση - ανεξαρτήτως τελικά του τρόπου εφαρμογής τους- και από την ανάγκη μιας σημαντικής μερίδας του εργατικού δυναμικού, κυρίως των γυναικών, για οικογενειακές διευθετήσεις.
   Η προβληματική για τη διαχείριση του χρόνου όχι μόνο κατά τη διάρκεια της απασχόλησης αλλά και εκτός αυτής, αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς των πολιτικών για την οικογένεια και την αγορά εργασίας.
   Αναφέρονται τόσο σε ζητήματα οργάνωσης και χρήσης εντός του χώρου εργασίας (ευελιξίες και αναδιανομή ωρών εργασίας, διαφορετική χρήση του από άνδρες και γυναίκες, συνδικαλιστική παρέμβαση για τη μείωσή του κτλ.), αλλά και εκτός του χώρου εργασίας στο οικογενειακό περιβάλλον, αφού ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων στην οργάνωση του χρόνου εργασίας επηρεάζει καθοριστικά τις οικογενειακές στρατηγικές. Ο Θεσμός των αδειών των εργαζομένων και τρόπος χρήσης τους αποτελεί το συνδετικό κρίκο της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Οι πολιτικές για τις γονικές άδειες, παρά την αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, συντηρούν τον παραδοσιακό καταμερισμό ευθυνών εντός της οικογένειας, μεταξύ ανδρών και γυναικών, ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και κατ' επέκταση τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην απασχόληση. Καθορίζονται από το γεγονός ότι η οικογένεια, ιστορικά και κοινωνικά, θεωρείται ότι αποτελεί τον προνομιακό ιδιωτικό χώρο της γυναίκας σε αντίθεση με τον άνδρα όπου ο «φυσικός του» χώρος είναι ο δημόσιος χώρος ταυτισμένος με την παραγωγική, κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η απουσία πολιτικών για την άδεια πατρότητας με εξαίρεση τις Σκανδιναβικές Χώρες σε ολόκληρη την Ευρώπη

   Η οικογένεια συνεπώς είναι το υποκείμενο πάνω στο οποίο επιδρούν άμεσα οι πολιτικές για την αγορά εργασίας και δοκιμάζεται η κοινωνική τους διάσταση. Παρότι είναι γενικά αποδεκτή η σημασία των πολιτικών για την οικογένεια σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, εντούτοις, η οικογενειακή πολιτική είχε πάντα δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με άλλες πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Το πόσο σημαντική είναι η παράμετρος της οικογένειας, αποκαλύπτεται και από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί και οι οποίες, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν ότι οι καλές οικογενειακές σχέσεις αποτελούν βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής.
   Η προβληματική για την ισορροπία οικογενειακού και εργασιακού βίου αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές που σημειώνονται στην αγορά εργασίας και στην οικογένεια, καθώς και την ενίσχυση του ρόλου της πατρότητας στην ικανοποίηση των αναγκών των εξαρτημένων μελών.
   Η προβληματική που αναπτύσσεται στην Ευρώπη για τις πολιτικές του εργάσιμου χρόνου κατά τη διάρκεια της οικονομικά ενεργής ζωής καλείται να δώσει απαντήσεις στις πολιτικές προκλήσεις που αναδεικνύονται από τις τρέχουσες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (δημογραφική γήρανση, αλλαγές στην κατανόηση των ρόλων των φύλων καθώς επίσης και στις οικογενειακές στρατηγικές) σε μια εποχή όπου ανατρέπονται οικονομικές κοινωνικές και πολιτικές σταθερές μιας ολόκληρης μεταπολεμικής εποχής.
   Οι ρυθμίσεις του νομοθετικού πλαισίου για τη γονική άδεια είναι καθοριστικής σημασίας για τη δυνατότητα ή μη της παραμονής του εργαζόμενου/νης στην αγορά εργασίας. Η διάρκεια της άδειας αλλά και ο βαθμός εισοδηματικής κάλυψης είναι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό χρήσης από τους δικαιούχους. Κρίσιμης σημασίας για τη χρήση του δικαιώματος είναι η ασφάλεια της εργασίας. Τυχόν αρνητικές παρενέργειες, ως προς τις αμοιβές ή την επαγγελματική εξέλιξη, μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο στη χρήση του δικαιώματος αλλά και αντικίνητρο στην απόκτηση παιδιών.

Γονική άδεια: Οι προοπτικές για το μέλλον

   Παρατηρώντας την εξέλιξη του θεσμού της γονικής άδειας στην Ευρώπη, την τελευταία εικοσαετία, διαπιστώνουμε ότι αυτός δεν αναπτύσσεται σε ένα ομοιογενές πολιτικό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Επομένως οι πολιτικές αυτές ως ένα βαθμό, αντανακλούν τις διαφορετικές ιστορικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές παραδόσεις των επιμέρους εθνικών κοινωνικών σχηματισμών. Οι Σκανδιναβικές χώρες επί παραδείγματι, συνδυάζουν υψηλές παροχές για τη γονική άδεια (διάρκεια, αμοιβή) ενώ δίνουν κίνητρα για την χρήση αυτής και από τον πατέρα. Για ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των πολιτικών για τις γονικές άδειες, ελάχιστα όμως έχει αποδώσει στο να δημιουργηθεί ένα ενιαίο και συνεπές νομοθετικό πλαίσιο για τον συνδυασμό των οικογενειακών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων του εργαζόμενου.
   Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν οδηγούν σε μια αναθεώρηση των πολιτικών για τις γονικές άδειες με στόχο την ουσιαστική ενίσχυση του θεσμικού τους πλαισίου. Τα κριτήρια που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησής τους λόγω των αλλαγών που προωθούνται στα ωράρια, στην απασχόληση και γενικότερα στον χρόνο εργασίας, προοπτικά όλο και περισσότερο θα συρρικνώνονται καθιστώντας πιο δύσκολες τις προϋποθέσεις χορήγησής τους. Με αυτές τις προοπτικές, η συζήτηση περί ισότητας των δύο φύλων στην αγορά εργασίας, φιλικών προς την οικογένεια πολιτικών απασχόλησης, συνδυασμού οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων των εργαζομένων ή την παροχή μιας διευρυμένης γκάμας επιλογών ως προς τη διαχείριση του εργάσιμου χρόνου, αξιοποιείται από τις κυρίαρχες πολιτικές για την αποδόμηση συνολικά του 8ώρου και την υπονόμευση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
   Οι παρεμβάσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την αναβάθμιση του συστήματος των γονικών αδειών οφείλουν να προωθούν μια διαφορετική αντίληψη από αυτή των επιχειρήσεων σχετικά με τη διαχείριση του χρόνου εργασίας, στην κατεύθυνση της ασφάλειας και της σταθερότητας της απασχόλησης. Αυτό απαιτεί, πρώτον, για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η οποιαδήποτε συζήτηση για τον χρόνο εργασίας να διεξάγεται στη βάση της ριζικής μείωσής του σε συνδυασμό με αντίστοιχα μέτρα στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και των πολιτικών για την αγορά εργασίας. Δεύτερον, το ζήτημα της ισότητας στην εργασία και στην οικογένεια απαιτεί παρεμβάσεις, μεταξύ άλλων, και στο θεσμικό πλαίσιο των γονικών αδειών που θα διευκολύνουν τη χρήση τους και από τους δύο γονείς. Επιπλέον, είναι αναγκαία η γενναία διεύρυνση των παροχών της γονικής άδειας Αυτό απαιτεί την διεύρυνση της χρονικής διάρκειας που χορηγείται αλλά επιπλέον να είναι αμειβόμενη. Σε αντίθετη περίπτωση οι δικαιούχοι δύσκολα κάνουν χρήση του δικαιώματος που τους παρέχεται από τη νομοθεσία. Ως προς τη χρονική της διάρκεια αυτή πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον τα τρία πρώτα έτη της ηλικίας του παιδιού, καθώς το διάστημα αυτό θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη των σχέσεων του γονέα με το παιδί. Παράλληλα, η ανάπτυξη ενός εκτεταμένου συστήματος βρεφονηπιακών σταθμών και άλλων κοινωνικών υποδομών θα διευκολύνει σημαντικά τους εργαζόμενους γονείς.
   Τρίτον, οι πολιτικές για τον συνδυασμό επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων οφείλουν να απευθύνονται και στους δύο γονείς και όχι μόνο στη μητέρα.
    Επομένως, το θεσμικό πλαίσιο των γονικών αδειών πρέπει να παρέχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να κάνει χρήση και ο πατέρας. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της άδειας πατρότητας, στην πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκεται σε υποτυπώδη μορφή και δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη παροχής φροντίδας και από τον πατέρα. Το γεγονός αυτό συντηρεί και αναπαράγει τον παραδοσιακό καταμερισμό εντός του νοικοκυριού με αποτέλεσμα να καθιστά την παροχή φροντίδας αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση. Συνεπώς απαιτούνται παρεμβάσεις για περαιτέρω ανάπτυξη των πολιτικών αναβάθμισης στην κατεύθυνση της αύξησης της έκτασης της χρονικής διάρκειας της άδειας πατρότητας. Η χρονική της διάρκεια να είναι τουλάχιστον ίση με τον χρόνο της άδειας μητρότητας μετά τον τοκετό και να είναι αμειβόμενη. Τέταρτον, οι πολιτικές για τον χρόνο εργασίας οφείλουν να διασφαλίζουν, εφόσον οι δικαιούχοι το επιλέγουν, την επιστροφή σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης μετά τη λήξη της άδειας ή το πέρας του μειωμένου ωραρίου που τυχόν κάνει χρήση ο/η εργαζόμενος.

* Ο Γιώργος Κολλιάς είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και οικονομικός γραμματέας της ΠΕΕΚΕΚ

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Προϋπολογισμός 2011 και μισθωτή εργασία

του Γιάννη Δούκα
Αθήνα 17/10/2010

                Το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2011 που κατατέθηκε πρόσφατα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επικυρώνει τις αντεργατικές πολιτικές επιλογές που έχουν καταγραφεί στο αρχικό μνημόνιο και να προδιαγράφει τις πολιτικές που θα ασκηθούν το 2011 και περιγράφονται στο επικαιροποιημένο που κατατέθηκε τον περασμένο Αύγουστο. Ταυτόχρονα με κυνικό τρόπο περιγράφονται και καταγράφονται οι αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στις εργασιακές σχέσεις στην ανεργία, στους μισθούς και στις συντάξεις.

                Λίγο πριν τις εκλογές είχαμε το λεφτά υπάρχουνε και το πρώτα ο πολίτης. Μετά τις εκλογές περάσαμε στο δεν υπάρχει σάλιο και λίγο μετά δεχθήκαμε τη μεγαλύτερη επίθεση που δέχθηκε ποτέ η μισθωτή εργασία και όχι μόνο.
Και με την επίθεση αυτή έχουμε από τη μια μεριά το ΠΑΣΟΚ να μας λέει ότι οι ευθύνες ανήκουν στους προηγούμενους και τα μέτρα που παίρνει είναι στάση ευθύνης απέναντι στη χώρα για να γλυτώσουμε τη χρεοκοπία τη δε Ν.Δ. να διαφωνεί φραστικά, να καταψηφίζει τη συμφωνία με την τρόικα και την ίδια ώρα να δηλώνει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι θα τη σεβαστεί και θα τη στηρίξει.
Μέσα δηλαδή από την κρίση στην οποία μας οδήγησαν τα δύο μεγάλα κόμματα επιχειρούν να αναβιώσουν το ίδιο δικομματικό σύστημα που μας έφερε εδώ που μας έφερε. Με πιο απλά λόγια αυτά που δεν μπόρεσε ο καπιταλισμός και το δικομματικό σύστημα να μας πάρει όταν ήταν στην ακμή του επιχειρεί να μας τα πάρει τώρα που βρίσκεται σε κρίση προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναθερμανθεί και να αναβιώσει από τις στάχτες του.
                Τους τελευταίους μήνες δεχθήκαμε τη μεγαλύτερη επίθεση όλων των εποχών στα εργασιακά δικαιώματα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
  • Μειώθηκαν οι μισθοί στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα
  • Καταργήθηκαν τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων όπως και το επίδομα κανονικής άδειας στους μισθωτούς και στους συνταξιούχους και αντικαταστάθηκαν από μικρά επιδόματα και σε ότι αφορά τους συνταξιούχους όχι για όλους
  • Μπήκαν οι βάσεις για την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
  • Καταργήθηκε ο κατώτατος μισθός
  • Ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) μπήκε στο γύψο και απαγορεύεται να αποφασίζει αυξήσεις πάνω από το 0% που υπέγραψε η ΓΣΕΕ για φέτος
  • Αυξήθηκε το όριο των ομαδικών απολύσεων και μειώθηκε η αποζημίωση λόγω απόλυσης
  • Κατεδαφίστηκε το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα, το κράτος αποσύρεται σταδιακά από τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης το οποίο μεταλλάσσεται από δημόσιο και καθολικό σε ατομικό – ιδιωτικό, μειώνονται οι συντάξεις και αυξάνονται τα χρόνια υπηρεσίας και τα όρια ηλικίας
  • Αυξήθηκαν οι άμεσοι φόροι με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και είχαμε απανωτές αυξήσεις στους φόρους στα καύσιμα, στα ποτά, στα τσιγάρα και στο ΦΠΑ.
Τα παραπάνω μέτρα έχουν παίξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το ρόλο τους και έχουν σπρώξει μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού στη φτώχεια και στο κοινωνικό περιθώριο. Ταυτόχρονα οδηγούν την οικονομία σε βαθειά ύφεση και την ανεργία στα ύψη. Τέλος από τα γραφόμενα στο επικαιροποιημένο μνημόνιο και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού φαίνεται ότι η επίθεση θα συνεχιστεί.

Εργασιακές σχέσεις ανεργία

                Η συνέχεια της κυβερνητικής πολιτικής έχει να κάνει με την επίθεση που εξαπέλυσε στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ο βασικός στόχος είναι η πλήρης κατάργησή τους και η θεοποίηση των ατομικών συμβάσεων.
  • Ο κατώτατος μισθός έχει καταργηθεί για νέους κάτω των 25 ετών οι οποίοι θα αμείβονται με το 84% του μισθού και για νέους κάτω των 18 ετών για τους οποίους θα ισχύουν συμβάσεις μαθητείας και μισθοί ύψους 70% του κατώτερου.
  • Προωθείται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα υπερισχύουν, των κλαδικών οι οποίες με τη σειρά τους θα υπερισχύουν των ομοιοεπαγγελματικών.
  • Προωθείται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία θα καταργηθεί η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε όσους δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις.
  • Προωθείται η κατάργηση του σημερινού ΟΜΕΔ και του μοναδικού νομοθετήματος που έτυχε της απόλυτης στήριξης τόσο των κομμάτων όσο και των κοινωνικών συνομιλητών. Στη θέση του έρχεται ένα προεδρικό διάταγμα στο οποίο οι δικλείδες που υπάρχουν οδηγούν στην κατάργηση της διαιτησίας και σε συνδυασμό με τις άλλες ρυθμίσεις για τις συμβάσεις οδηγεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο απόσπασμα. Στο νέο οργανισμό οι διαιτητές – μεσολαβητές θα πρέπει να τύχουν της ομόφωνης έγκρισης των προέδρων του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ και της ΓΣΕΕ καθώς και των εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων στο Δ.Σ. Αν δηλαδή διαφωνεί έστω και ένας από την εργοδοτική πλευρά ο διαιτητής – μεσολαβητής θα απορρίπτεται. Το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής δεν το έχει πλέον μόνο η εργατική πλευρά αλλά το αποκτά και η εργοδοσία. Τέλος αν από τη διαδικασία αυτή προκύψει κάτι θετικό για τους εργαζόμενους ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να προσβάλει τη διαιτητική απόφαση στο πρωτοδικείο και αν δεν του αρέσει η πρωτόδικη απόφαση έχει και δικαίωμα έφεσης.
  • Σε ότι αφορά τις επιχειρησιακές συμβάσεις θα πρέπει να πούμε ότι στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που αντιστέκονται στις εργοδοτικές πιέσεις θα μπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το δίλημμα της μείωσης των κερδών, των προβλημάτων του ανταγωνισμού, των μικρότερων αποδοχών του προσωπικού μιας όμορης επιχείρησης και της απειλής του λουκέτου και των απολύσεων με στόχο την αποδοχή της μείωσης των αποδοχών.
Όλα τα παραπάνω έχουν στόχο την κατάργηση στην πράξη όλων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την απογείωση των ατομικών συμβάσεων και το εργατικό κόστος να μπαίνει στο φαύλο κύκλο του ανταγωνισμού.

Την ίδια ώρα με κυνικότητα γίνεται η παραδοχή ότι αυξάνεται η ανεργία. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2010 οι άνεργοι ήταν 594.000 ποσοστο 11,8% του εργατικού δυναμικού, ότι η συνολική απασχόληση μειώθηκε κατά 2,3% σε σχέση με πέρυσι, ότι η ανεργία των νέων κάτω των 29 ετών ξεπερνά το 22%, ότι οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούν το 45% των ανέργων, ότι το συνολικό ποσοστό ανεργίας για όλο το έτος εκτιμάται γύρω στο 11,6% από 9,5 το 2009 και ότι η μείωση της απασχόλησης προβλέπεται στο 2,6%. Οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για τα επόμενα χρόνια λένε ότι για το 2011 η ανεργία θα φτάσει το 14,6%, το 2012 το 15% και το 2013 το 14,6%. Τι άλλο χρειάζεται άραγε αφού τα στοιχεία που οι ίδιοι παρουσιάζουν αποδεικνύουν ότι η ανεργία τραβάει την ανηφόρα;

Σε όλα αυτά απαντάνε με τη στερεότυπη φράση «οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αναμένεται να ενισχύσουν την απασχόληση και την ανταγωνιστική λειτουργία των επιχειρήσεων» αποκρύπτοντας ότι και όλα τα προηγούμενα χρόνια γινόταν κάτι ανάλογο και η ανεργία δεν αντιμετωπίστηκε.
Σημαντικό ρόλο στη μείωση των θέσεων εργασίας παίζει και η απόφαση για αντικατάσταση 1 για κάθε 5 συνταξιοδοτήσεις από το δημόσιο.
                Σε ότι αφορά τον ΟΑΕΔ θα πρέπει να πούμε ότι και εκεί θα προστεθούν μια σειρά από προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα. Τα τελευταία χρόνια το ΙΚΑ δεν αποδίδει στον ΟΑΕΔ τις εισφορές που εισπράττει στο όνομά του με αποτέλεσμα σήμερα να του οφείλει μερικά δισ. € και να μην του τα αποδίδει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους δύο άλλους οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής τον ΟΕΚ και τον ΟΕΕ όπου και εκεί πλέον παρουσιάζονται προβλήματα με τον ΟΕΚ να περικόπτει τα προγράμματά του μέχρι το τέλος του χρόνου και τον ΟΕΕ επίσης να προβαίνει και αυτός σε παρόμοιου τύπου περικοπές. Με το νόμο που ψηφίστηκε για το ασφαλιστικό έγιναν δύο παρεμβάσεις. Η μία που αναφέρει ότι ο ΟΑΕΔ θα αναλάβει να καλύπτει τη διαφορά των νέων που θα πληρώνονται με το 84% του κατώτατου μισθού και η άλλη που λέει ότι το 10% το 2011, το 20% το 2012 και το 30% το 2013 και μετά των εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών θα πηγαίνει στο ΙΚΑ. Με λίγα λόγια αφ’ ενός του αυξάνει τις υποχρεώσεις και αφ’ ετέρου του μειώνει τα έσοδα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έσοδα του ΟΕΚ και του ΟΕΕ αντίστοιχα ποσοστά των οποίων θα πηγαίνουν στο ΙΚΑ. Πέραν αυτών έρχεται σήμερα να ενισχύσει τα προγράμματα επιδότησης της εργοδοσίας επιδοτώντας τους εργοδότες με πάνω από 1 δις € μέσα από τα προγράμματα ΙΚΑ – ΟΑΕΔ για κάλυψη των εργοδοτικών εισφορών και «ανάσχεσης» των απολύσεων. Ωστόσο έχει αποδειχθεί ότι όλα τα προγράμματα αυτά τα οποία εφαρμόζονται όλα τα προηγούμενα χρόνια το μόνο που κατάφεραν ήταν η ανακύκλωση των ανέργων. Τέλος το επικαιροποιημένο μνημόνιο μεταξύ άλλων αναφέρει ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2011 θα μειωθούν τα επιδόματα ανεργίας με κριτήριο τα ελάχιστα απαιτούμενα μέσα διαβίωσης. Σαν βασικός στόχος αναφέρεται η εξοικονόμηση 500 εκατ. €. Έτσι συνάγεται το συμπέρασμα ότι τις πολιτικές της ενίσχυσης της εργοδοσίας και της αφαίμαξης των εισφορών θα τις πληρώσουν οι επιδοτούμενοι άνεργοι με τη μείωση του επιδόματος ανεργίας.

Εισόδημα

                Η μείωση του εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο σε σταθερές τιμές. Ήταν και σε τρέχουσες τιμές. Ήδη έχουμε αναφέρει για τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε η κυβερνητική πολιτική στον ιδιωτικό τομέα και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η κυβερνητική επίθεση μεταξύ των άλλων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των συνδικάτων, ενδυνάμωσε την εργοδοσία η οποία αποθρασύνθηκε εντελώς και έτσι ελάχιστες ήταν οι συλλογικές συμβάσεις που υπεγράφησαν φέτος και έλυσαν το οποιοδήποτε πρόβλημα. Παράλληλα είχαμε δυστυχώς και την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ η οποία έκανε το μνημόνιο συλλογική σύμβαση και υπέγραψε μηδενικές αυξήσεις για φέτος και ελάχιστες για τα επόμενα δύο χρόνια. Πέραν αυτών είχαμε τη μεγάλη επίθεση στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα η οποία συμπαρασύρει σε ακόμη χειρότερες συνθήκες τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
  • Η αρχή έγινε το Μάρτιο με το νόμο 3833/2010 που είχε τον ψευδεπίγραφο τίτλο «προστασίας της ελληνικής οικονομίας». Με το νόμο αυτό μειώθηκαν κατά 12% τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα (η φράση είναι όπως ακριβώς αναφέρεται στο νόμο) των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ.
  • Με τον ίδιο νόμο τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και κανονικής άδειας μειώθηκαν κατά 30%.
  • Για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ο ίδιος νόμος επέβαλλε οριζόντια μείωση των αποδοχών κατά 7% και μείωσε τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και κανονικής άδειας κατά 30%.
  • Με το νόμο αυτό μπήκε φραγή στην οποιαδήποτε αύξηση στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα για το 2010.
  • Τέλος με το νόμο αυτό έγινε η πρώτη μεγάλη φορολογική αφαίμαξη με  την αύξηση του ενδιάμεσου φορολογικού συντελεστή του ΦΠΑ από 19% σε 21%, με την αύξηση του χαμηλού συντελεστή από 9% σε 10% και με την αύξηση της φορολογίας σε καύσιμα, ποτά και τσιγάρα.
  • Ο νόμος 3845/2010 με τον οποίο κυρώθηκε η συμφωνία κυβέρνησης – τρόικας επέβαλλε νέα μείωση στα επιδόματα των υπαλλήλων του δημοσίου και των ΟΤΑ ύψους 8%.
  • Για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα επέβαλλε περαιτέρω οριζόντια μείωση των αποδοχών κατά 3%.
  • Για τους εργαζόμενους στο δημόσιο, στα ΝΠΔΔ, στους ΟΤΑ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατήργησε τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα κανονικής άδειας και στη θέση τους έβαλε ένα επίδομα ύψους 500 € για τα Χριστούγεννα και 250 € για το Πάσχα και την άδεια.
  • Κατήργησε τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα κανονικής άδειας για τους συνταξιούχους και στη θέση τους και για όσους είναι άνω των 60 ετών τα αντικατέστησε με ένα επίδομα ύψους 400 € για τα Χριστούγεννα και 200 € για το Πάσχα και την άδεια.
  • Τέλος με το νόμο αυτό έγινε η δεύτερη για φέτος φορολογική αφαίμαξη με την αύξηση του ενδιάμεσου φορολογικού συντελεστή από 21% σε 23% και με την εκ νέου αύξηση σε καύσιμα, ποτά και τσιγάρα.
  • Σε ότι αφορά τα φορομπηχτικά μέτρα είχαμε και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου στις 6.000 € και την υποχρεωτική υποβολή αποδείξεων προκειμένου να ισχύσει το παλαιό αφορολόγητο.
Το 2011 όπως προδιαγράφεται μέσα από το επικαιροποιημένο μνημόνιο αλλά και το προσχέδιο του προϋπολογισμού θα είναι ακόμη χειρότερο.
Η παρέμβαση που συνεχίζεται στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στο εισόδημα των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο ακόμη και στην ύπαρξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η κατάργηση του κατώτατου μισθού που υπογράφει η ΓΣΕΕ θα σημάνει την αρχή του τέλους της συνομοσπονδίας.  Αυτό σε συνδυασμό με το χτύπημα που δέχονται οι κλαδικές, οι ομοιοεπαγγελματικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των ομοσπονδιών και των πρωτοβάθμιων σωματείων. Η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την ύπαρξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

                Σε ότι αφορά το δημόσιο τομέα ξεκίνησε η νέα επίθεση στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων μέσω του νέου ενιαίου μισθολογίου. Η κυβέρνηση με το νέο μισθολόγιο που προωθεί επιχειρεί την ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση των μισθών στο δημόσιο τομέα.

Ο πίνακας που ακολουθεί περιέχει ορισμένα στοιχεία από τον πίνακα 4.4 του προσχεδίου του προϋπολογισμού. Στον πίνακα αυτό φαίνεται η συνολική μείωση που υφίστανται οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα καθώς και οι συνταξιούχοι τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα λόγω των περικοπών στους μισθούς, στο 13ο και 14ο μισθό καθώς και στη 13η και 14η σύνταξη. Συνολικά λοιπόν η επιχορήγηση για μισθούς και συντάξεις του δημοσίου μειώθηκε το 2010 σε σχέση με το 2009 κατά 2.456 εκατομμύρια € ή ποσοστό 10% και για το 2011 σε σχέση με το 2010 προβλέπεται περαιτέρω μείωση 301 εκατ. € ή ποσοστό 1,4%. Η επιχορήγηση για ασφάλιση, περίθαλψη, κοινωνική προστασία του 2010 σε σχέση με το 2009 μειώθηκε κατά 1.940 εκατ. € ή ποσοστό 11% και για το 11 σε σχέση με το 10 προβλέπεται περαιτέρω μείωση 259 εκατ. € ή ποσοστό 1,7%.


Έτος
Έτος
Έτος
Διαφορά εκ. €
Διαφορά %

2009
2010
2011
09/10
10/11
09/10
10/11
Α. ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
24476
22020
21719
-2456
-301
-10,0
-1,4
Β. ΑΣΦΑΛ. ΠΕΡΙΘ. ΚΟΙΝ. ΠΡΟΣΤ.
16875
15089
14834
-1786
-255
-10,6
-1,7
Ε. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ Τ.Α.Π. ΔΕΗ
758
604
600
-154
-4
-20,3
-0,7
ΜΕΡΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ Β+Ε
17633
15693
15434
-1940
-259
-11,0
-1,7
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ Α+Β+Ε
42109
37713
37153
-4396
-560
-10,4
-1,5

Πηγή: Πίνακας 4.4 του προσχεδίου του προϋπολογισμού 2011
Σημ. για το 2009 πραγματοποιήσεις, για το 2010 εκτιμήσεις και για το 2011 προβλέψεις

Κοινωνική Ασφάλιση

                Το καλοκαίρι που μας πέρασε η κυβέρνηση, αντιμετωπίζοντας το ασφαλιστικό ως οικονομικό πρόβλημα και όχι ως κοινωνικό ζήτημα, ψήφισε το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο η υλοποίηση του οποίου θα σημάνει την κατεδάφιση των σημαντικότερων κατακτήσεων του προηγούμενου αιώνα. Το βασικό θέμα που ανοίγει με το νέο ασφαλιστικό είναι η μετάλλαξή του από δημόσιο και καθολικό σε ατομικό - ιδιωτικό, το πέρασμα στο σύστημα των τριών πυλώνων και η σταδιακή αποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται όλα τα θέματα που σχετίζονται με όρια ηλικίας, χρόνια υπηρεσίας, ύψος της σύνταξης, κατώτερα όρια, αναπροσαρμογές συντάξεων, συσχέτιση ορίων ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής, αναθεώρηση της λίστας των ΒΑΕ επικουρικές συντάξεις κ.α.
                Πρόσφατα είχαμε και την πρώτη προσπάθεια παρέμβασης στο μετοχικό ταμείο πολιτικών υπαλλήλων όπου επιχειρήθηκε η μείωση του μερίσματος και η κατάργηση του δώρου των Χριστουγέννων. Το θέμα προς το παρόν πάγωσε όμως κατά πάσα πιθανότητα θα επανέλθει.
                Ο πίνακας που ακολουθεί είναι μέρος του πίνακα 4.4 του προσχεδίου του προϋπολογισμού και αναφέρεται στα ασφαλιστικά ταμεία. Εδώ λοιπόν φαίνεται καθαρά η κατεύθυνση της σταδιακής μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης προς το ασφαλιστικό σύστημα. Τα ποσά που μειώνεται η χρηματοδότηση για κάθε ταμείο φαίνονται στον πίνακα. Χωρίς να έχουμε αναλυτικά στοιχεία εκτιμάμε ότι η μείωση αυτή κατέστη δυνατή λόγω της περικοπής των δώρων και του επιδόματος άδειας. Συνολικά για τα ταμεία (χωρίς το ασφαλιστικό της ΔΕΗ το οποίο το κατατάσσουν σε άλλη κατηγορία «έναντι περιουσίας» και κατά συνέπεια πρέπει το ποσό που χρωστάει το κράτος στο ασφαλιστικό της ΔΕΗ να προστεθεί στο έλλειμμα) η χρηματοδότηση για το 2010 σε σχέση με το 2009 ήταν μειωμένη κατά 1.804 εκατ. € ή ποσοστό 14,7%. Αντίστοιχα η χρηματοδότηση του 2010 σε σχέση με το 2009 είναι μειωμένη κατά 441 εκατ. € ή ποσοστό 4,2%. Επειδή νωρίς είχε διαφανεί ότι δεν θα βγει ο προϋπολογισμός του 2010 προστέθηκε κάποια στιγμή ένα «μαξιλάρι» το οποίο ονομάστηκε λοιπές δαπάνες περίθαλψης ασφάλισης από το οποίο εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 2010 θα αντληθεί το ποσό των 960 εκατομμυρίων €. Το μαξιλάρι αυτό υπάρχει και στον προϋπολογισμό του 2011 είναι όμως και αυτό μειωμένο κατά 305 εκατομμύρια €. Για τους τομείς ασφάλισης προσωπικού ΔΕΗ όπως είπαμε δεν αναφέρονται στην επιχορήγηση των ασφαλιστικών ταμείων αλλά στις παροχές έναντι περιουσίας. Αν συνυπολογιστεί το «μαξιλάρι» και το κόστος των ταμείων της ΔΕΗ η συνολική χρηματοδότηση για το 2010 ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2009 κατά 998 εκατομμύρια ή 7,7% και το 2011 σε σχέση με το 2010 προβλέπεται μείωση750 εκατομμύρια ή 6,3%.


Έτος
Έτος
Έτος
Διαφορά εκ. €
Διαφορά %

2009
2010
2011
09/10
10/11
09/10
10/11
ΟΓΑ
4563
4950
4600
387
-350
8,5
-7,1
ΙΚΑ
4000
2310
2310
-1690
0
-42,3
0,0
ΝΑΤ
1318
1210
1200
-108
-10
-8,2
-0,8
ΟΑΕΕ
1145
850
800
-295
-50
-25,8
-5,9
ΤΑΠ - ΟΤΕ
800
678
650
-122
-28
-15,3
-4,1
Κοινωνική χρηματοδότηση
389
400
400
11
0
2,8
0,0
Λοιπά ασφαλιστικά ταμεία
19
32
29
13
-3
68,4
-9,4
Μερικό σύνολο
12234
10430
9989
-1804
-441
-14,7
-4,2








Λοιπές δαπάνες ασφάλισης, περίθαλψης

960
655
960
-305

-31,8








Τομείς ασφάλισης προσ. ΔΕΗ
758
604
600
-154
-4
-20,3
-0,7








Γενικό σύνολο
12992
11994
11244
-998
-750
-7,7
-6,3

Πηγή: Πίνακας 4.4 του προσχεδίου του προϋπολογισμού 2011
Σημ. για το 2009 πραγματοποιήσεις, για το 2010 εκτιμήσεις και για το 2011 προβλέψεις

                Με βάση τον 3863/2010 και σε ότι αφορά το χρόνο από σήμερα μέχρι και το τέλος του 2014 συνεχίζεται η χρηματοδότηση του συστήματος με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα. Σ’ αυτά όμως υπάρχουν τρεις αιρέσεις. Η πρώτη έρχεται από το μνημόνιο το οποίο αναφέρει ότι αν κάποια στιγμή κριθεί απαραίτητο να παρθούν και άλλα μέτρα θα παρθούν, η δεύτερη από τη ρήτρα που υπάρχει στο άρθρο για τη χρηματοδότηση που λέει ότι σε κάθε περίπτωση θα τηρείται το πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης και η τρίτη από τη ρήτρα που υπάρχει στο άρθρο 11 στο οποίο προβλέπεται ότι από σήμερα και  μέχρι το 2060 δεν επιτρέπεται η αύξηση των δαπανών για συνταξιοδοτικές παροχές άνω  του 2,5% του ΑΕΠ με έτος αναφοράς το 2009. Σε ότι αφορά το διάστημα μετά την 1/1/2015 ο νόμος λέει ότι το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης. Η ερμηνεία που έχει δοθεί από το ΙΝ.Ε. ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ (ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση 2010) για τη ρύθμιση αυτή λέει ότι το κράτος την 1/1/2015 αποσύρεται ολοσχερώς από τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού και καλύπτει μόνο τη βασική σύνταξη.
                Πέρα απ’ αυτά υπάρχουν και οι αναφορές του επικαιροποιημένου μνημονίου.
Μετά το ξεθεμελίωμα του ασφαλιστικού ήρθε και το επικαιροποιημένο μνημόνιο όπου αναφέρεται ότι η Εθνική Αναλογιστική Αρχή θα εκπονήσει αναλογιστικές μελέτες με ορίζοντα μέχρι και το 2060. Οι μελέτες αυτές θα ελεγχθούν και θα εγκριθούν από την τρόικα (όχι παίζουμε) και αν φαίνεται ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες για την κύρια σύνταξη ξεφεύγουν από τις προβλέψεις τότε θα μπουν σε νέα βάση οι παράμετροι του ασφαλιστικού και θα έχουμε τροποποιήσεις προς το χειρότερο μέχρι και τα μέσα του 2011.
Σε ότι αφορά τις επικουρικές συντάξεις τόσο στο νόμο όσο και στο επικαιροποιημένο μνημόνιο αναφέρεται ότι θα συνταχθούν ανάλογες μελέτες και μετά την έγκρισή τους από την τρόικα θα ληφθούν μέτρα που θα έχουν σα στόχο τη σταθεροποίηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και την ουδετεροποίηση (δηλαδή δεν θα υπάρχει χρηματοδότηση) του προϋπολογισμού ως προς τις δαπάνες για επικουρικές συντάξεις. Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι υπήρξε μια μερίδα Βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που έβαλε θέμα εγγύησης του κράτους και για τις επικουρικές συντάξεις και η διάταξη που προέβλεπε ότι το κράτος δεν επιχορηγεί την επικουρική σύνταξη αποσύρθηκε. Τώρα το θέμα αυτό επανέρχεται και η φράση ουδετεροποίηση του προϋπολογισμού τους καλύπτει όλους.

Κλείνοντας επαναλαμβάνουμε ότι για να σταματήσει η οικονομική κατοχή και η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα σήμερα περισσότερο από ποτέ απαιτείται η κινητοποίηση όλων, ανέργων, μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών, επαγγελματοβιοτεχνών και νεολαίας σε μια μεγάλη Παλλαϊκή κινητοποίηση με στόχο την απόκρουση των σχεδίων επιμήκυνσης της οικονομικής κατοχής, την έξοδο της χώρας από το μηχανισμό της τρόικας, την ακύρωση όλων των μέτρων που έχουν παρθεί μέχρι σήμερα, την επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους και την προβολή μιας εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου από την κρίση που στο επίκεντρό της θα έχει την κοινωνία και τα δικαιώματά της και όχι τις αγορές ή το πώς θα πάρουν οι τοκογλύφοι τα  λεφτά τους και τα κέρδη τους.

Επισκέψεις