Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Λήξη κλαδικών συμβάσεων - ολοταχώς προς ατομικές συμβάσεις εργασίας

Αλλοι 600.000 στον προθάλαμο των ατομικών συμβάσεων

Αναδημοσίευση από το enet.gr

 
Σε καθεστώς τρίμηνης μετενέργειας εισέρχονται από την ερχόμενη Πέμπτη, 14/2, σαράντα κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες αν δεν επανασυναφθούν, 600.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα θα οδηγηθούν σε ατομικές συμβάσεις εργασίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας που παρουσιάζει αποκλειστικά η «Ε», από τις 27/10/2011 έχουν συναφθεί 1.000 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, εκ των οποίων το 60% περιλαμβάνει μειώσεις μισθών. Οι μειώσεις στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα αγγίζουν κατά μέσο όρο το 22%, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, χωρίς να περιλαμβάνονται οι αλλαγές που συντελούνται αυτή την περίοδο.
 
Από την ερχόμενη Πέμπτη, όπως προβλέπει το 3ο Μνημόνιο, «μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω από το 10%, αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την περίοδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας, όπως ενδεικτικά το επίδομα πολυετίας, το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, το επίδομα τριετίας και το επίδομα πενταετίας».
Ουσιαστικά αναστέλλεται η ισχύς των διατάξεων οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος του 2013 το 80% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα θα έχει οδηγηθεί στην υπογραφή ατομικών συμβάσεων, ενώ όπως υπολογίζεται, συνολικά, η λήξη των κλαδικών συμβάσεων που έχει συντελεστεί το τελευταίο έτος έχει οδηγήσει τουλάχιστον 1.200.000 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή περίπου το 60%, στις ατομικές συμβάσεις ή στην αλλαγή των όρων εργασίας, με στροφή στην ευέλικτη απασχόληση.
Ετσι, από την Πέμπτη, με δεδομένο ότι η μετενέργειά τους έχει πλέον διάρκεια τρεις μήνες και όχι έξι, όπως ίσχυε παλιότερα, από τον ερχόμενο Μάιο οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τους εργαζομένους, σε μια προσπάθεια να συμφωνήσουν σε μια νέα σύμβαση εργασίας.
Κατώτατος 586 ευρώ μικτά
Στις 31 Μαΐου λήγει και τυπικά η ισχύς της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, κάτι που οδηγεί αυτόματα περίπου 350.000 ανειδίκευτους εργάτες στην έσχατη λύση των ατομικών συμβάσεων. Το ίδιο και με όσους υπόκεινται ακόμα σε κλαδικές συμβάσεις εργασίας.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας Γιάννη Βρούτση, ο κατώτατος μισθός, τουλάχιστον έως το 2014, θα διατηρηθεί στα επίπεδα των 586 ευρώ (μεικτά), ενώ μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2014 θα υπάρξει αξιολόγηση της κατάστασης, ώστε η διαμόρφωση κατώτερου εθνικού μισθού στον ιδιωτικό τομέα να συνδεθεί με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την πορεία της ανεργίας. Στην περίπτωση αυτή, δεν αποκλείεται περαιτέρω συρρίκνωση των μισθών, με δεδομένη τη διατυπωμένη θέση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για κατάργηση των ωριμάνσεων (πολυετίες). Στην έκθεσή του το ΔΝΤ επανέφερε το θέμα, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει συμφωνία για κατάργησή τους το 2014.
 
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο υπουργείο έχουν ξεκινήσει συζητήσεις προκειμένου, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, να συμφωνηθεί, αντί για 10% προσαύξηση σε κάθε κλιμάκιο, προσαύξηση της τάξης του 5%, κάτι που σημαίνει ότι η συνολική μείωση, αντί για 30%, θα είναι τελικά 15% του μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
Οι μειώσεις στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα αγγίζουν κατά μέσο όρο το 22%, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, χωρίς να περιλαμβάνονται οι αλλαγές που συντελούνται αυτή την περίοδο.
Μπαράζ μετατροπής
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, κατά το εννεάμηνο Ιανουάριου - Σεπτέμβριου κατατέθηκαν στις Περιφερειακές Επιθεωρήσεις Εργασίας 61.113 μετατροπές συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης σε άλλες ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Οι 35.351 αφορούν μετατροπή συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης, οι 15.814 αφορούν μετατροπή συμβάσεων από πλήρη απασχόληση σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης, με ομόφωνη συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων, και 9.948 αφορούν μετατροπή συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης, με μονομερή απόφαση του εργοδότη.
- Αναδημοσίευση από το enet.gr

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας το 2012


του Αποστόλη Καψάλη 
επιστημονικού συνεργάτη ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
Αναδημοσίευση από ΑΥΓΗ, 27-1-2013

Μια από τις σημαντικότερες πτυχές του απεργιακού αγώνα των εργαζομένων στο μετρό, και γενικότερα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, είναι η επιβίωση –ή, ακριβέστερα– η αναβίωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Το άρθρο, γραμμένο λίγο πριν αρχίσει η απεργία, εξηγεί πώς η πλήρης ανατροπή στο δίκαιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων σηματοδοτεί και την κατάργηση, σχεδόν, του εργατικού δικαίου.

 ****
Οι νομοθετικές παρεμβάσεις στο δίκαιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την περίοδο 2010-2012, αλλοίωσαν τη φύση και τη θεσμική λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Στην πραγματικότητα, τις μετέτρεψαν από μέσο ελεύθερης και διμερούς προσαρμογής των αποδοχών και των όρων εργασίας στην επιχειρησιακή ή κλαδική πραγματικότητα και δυναμική, σε παράγοντα μονομερούς μείωσης των αποδοχών και ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, χωρίς καμία απαίτηση για την αντικειμενική αιτιολόγηση των αντίστοιχων επιλογών.

Η εργοδοτική πλευρά, παγιδευμένη στην αντιαναπτυξιακή λογική της συρρίκνωσης των αποδοχών, άρα του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος της πλειοψηφίας του ενεργού πληθυσμού (δηλαδή των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα), ανατροφοδοτεί το σπιράλ της ύφεσης και σπεύδει να υιοθετήσει αυτοκαταστροφικές επιλογές. Αυτού του είδους η «αξιοποίηση» της συγκυρίας και του νέου συλλογικού εργατικού δικαίου δυναμιτίζουν τις τελευταίες ελπίδες για ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης και εμπλουτίζουν τον άνεργο πληθυσμό με αυτοαπασχολούμενους και εργοδότες.

Οι πρόσφατες ανατροπές στο δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων

Η εργατική νομοθεσία είναι ίσως το πεδίο με τον μεγαλύτερο και ουσιωδέστερο βαθμό απορρύθμισης κατά τη διάρκεια της μνημονιακής διακυβέρνησης της χώρας, τόσο στον στενό όσο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Στα τέλη του 2012 το συλλογικό εργατικό δίκαιο που ίσχυσε μέχρι τα τέλη του 2009 αποτελεί παρελθόν. Στη θέση του έχει εισαχθεί ένα σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων οι οποίες δεν είναι ελεύθερες και εν πολλοίς καταλήγουν να μην είναι και «διαπραγματεύσεις», τη στιγμή που το περιεχόμενό τους είναι εκ των προτέρων γνωστό και σε μεγάλο βαθμό προαποφασισμένο και δεσμευτικό. Ορισμένες φορές, αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούν καν σε «συμβάσεις» με την κυριολεκτική έννοια του όρου, κι αυτό για δύο λόγους.

Καταρχάς, τα περιθώρια διαφωνίας και διεκδίκησης εκ μέρους της εργατικής πλευράς είναι μηδενικά, εφόσον καραδοκεί η απειλή της ατομικής διαπραγμάτευσης και η παρέκκλιση από οποιαδήποτε συμβατικά (ενδεχομένως ισχύοντα) όρια προστασίας των αποδοχών και των όρων εργασίας. Οι διατάξεις του Νόμου 4024/2011 και του δεύτερου Μνημονίου (Νόμος 4046/2012 και Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αριθμ. 6 της 28ης Φλεβάρη 2012), εφόσον συνδυαστούν με τις ανατροπές που επήλθαν πριν τον Οκτώβριο του 2011, σηματοδοτούν μια συνολική παραμόρφωση του δικαίου της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Η κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, ο περιορισμός της διάρκειας και κυρίως η αλλοίωση του περιεχομένου της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων, έχουν αποτέλεσμα το εξής δίλημμα για τη συνδικαλιστική οργάνωση: αποδοχή των προτεινόμενων όρων ή απασχόληση με αποδοχές στα όρια του κατώτατου μισθού και χωρίς κατοχυρωμένα θεσμικά δικαιώματα.

Κατά δεύτερον, η δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής συλλογικής «συμφωνίας» με ενώσεις προσώπων που συγκροτούνται από τα 3/5 των εργαζομένων σε μια επιχείρηση, χωρίς καμία άλλη ποσοτική ή ποιοτική προϋπόθεση (Νόμος 4024/2011), δεν αφήνουν πρακτικά κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης. Τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, η μεγάλη καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης από τα εργατικά δικαστήρια και η παντελής έλλειψη μηχανισμών εξωδικαστικής προστασίας (ΣΕΠΕ, ΟΜΕΔ) υποχρεώνουν την εργατική πλευρά στην εν λευκώ συναίνεση και στην αποδοχή μιας «συλλογικής σύμβασης» με οποιοδήποτε περιεχόμενο.

Η συγκεκριμένη δυνατότητα «αυτοσύμβασης» του εργοδότη, διαμέσου ενώσεων προσώπων που συστήνονται κατά το δοκούν, προφανώς με εργοδοτική πρωτοβουλία, χωρίς συνδικαλιστική προστασία και χωρίς μαξιλαράκι προστασίας, καταλήγουν σε ευθεία υποβάθμιση των αποδοχών στα κατώτατα όρια που ισχύουν στην χώρα.
Εξυπακούεται ότι η άρνηση συμμετοχής ή η απειλή της αποχώρησης των εργοδοτών από τις ενώσεις τους θα έχει σαν αποτέλεσμα την οριστική κατάργηση του δικαίου της συλλογικής διαπραγμάτευσης, την ανακήρυξη του κράτους σε κυρίαρχο και απόλυτο ρυθμιστή των όρων εργασίας και εν τέλει στη διολίσθηση του πολιτεύματος σε αντιδημοκρατικά μονοπάτια, που οδηγούν αναπόφευκτα στην μετάλλαξή του σε υβρίδιο απολυταρχικού καθεστώτος άλλων εποχών και ηπείρων.

Οι συλλογικές συμβάσεις μετά τον Νόμο 4024/2011

Με βάση όσα προηγήθηκαν, την τελευταία διετία διαμορφώνονται δύο διακριτές και συγκρίσιμες χρονικές περίοδοι: η πρώτη αφορά το πρώτο δεκάμηνο του 2011 και η δεύτερη το αμέσως επόμενο δεκατετράμηνο μέχρι τα τέλη του Νοεμβρίου 2012. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιόδους, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πριν και μετά τον Νόμο 4024/2011, οι συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονται σχεδόν οκταπλασιάζονται (από 102 την πρώτη περίοδο, 845 την δεύτερη).

Όμως αυτή η σχέση αφορά το σύνολο των σσε, εφόσον ο αριθμός των κλαδικών και των τοπικών ομοιο-επαγγελματικών σσε παραμένει σχεδόν ο ίδιος. Εάν εξεταστεί ξεχωριστά η περίπτωση των επιχειρησιακών σσε, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτές δεκατριαπλασιάζονται, εφόσον από τις μόλις 69 σσε της πρώτης περιόδου, συνάπτονται συνολικά 813 κατά την διάρκεια της δεύτερης περιόδου.

Στον Πίνακα 1 αποτυπώνονται συγκριτικά οι σσε που συνάπτονται την τριετία 2010-2012:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2010-2012
ΕΙΔΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
2010
2011
(έως 24/10/2011) **
ΣΥΝΟΛΟ 2010-2011
(έως 24/10/2011)
2012
(από 25/10/2011) **
**
ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ
1

1




ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ
127 + 109* = 236
69
196 + 109* = 305
813 + 91* = 904
έως 28/11/2012
ΚΛΑΔΙΚΕΣ/ ΟΜΟΙΟ-ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ
75
26
101
26
έως 07/12/2012
ΤΟΠΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟ-ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ
13
7
20
6
έως 07/12/2012
ΣΥΝΟΛΑ
216 + 109* = 325
102
318 + 109* = 427
845 + 91* = 936


Πηγή: Υπουργείο Εργασίας. Επεξεργασία: Α. Καψάλης

* Αυτές οι 109 και 91 αντίστοιχα ΕΣΣΕ είναι πανομοιότυπες και συνάπτονται από το συνδικάτο μετάλλου, με εργοδότες σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίας στο Ν. Πειραιά και Νήσων σε διαφορετικές ημερομηνίες εντός του 2010 & 2012 αντίστοιχα.

** Με κριτήριο την ημερομηνία ανάρτησης στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου

Οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις. 

Κατά τη διάρκεια της υπό εξέτασης χρονικής περιόδου, με βάση τις αναρτήσεις στην οικεία ιστοσελίδα του Υπουργείου (25.10.2011-28.11.2012) καταγράφονται συνολικά 904 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ειδικότερα, ως προς το ημερολογιακό έτος, από το αφετηριακό σημείο εντός του 2011 και μέχρι τα τέλη του 2011 καταγράφονται (ανεξάρτητα από την ημερομηνία σύναψης τους) συνολικά 65 εσσε και εντός του 2012 καταγράφονται 839 εσσε.

Από αυτές τις συνολικά 904 επιχειρησιακές σσε θα πρέπει να αφαιρεθούν οι 91 «τοπικές επιχειρησιακές» που υπογράφονται από κλαδικά και ομοιο-επαγγελματικά σωματεία και μεμονωμένους εργοδότες στον κλάδο των ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών. Απομένουν έτσι 813 συλλογικές συμβάσεις εργασίας με μεμονωμένους εργοδότες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα κυρίως του ιδιωτικού τομέα, αλλά σε ελάχιστες περιπτώσεις του ευρύτερου δημόσιο τομέα, καλύπτοντας όμως εργαζόμενους με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Από αυτές τις 813 «αυθεντικές» επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, υπό την έννοια ότι συνεπάγονται αυτοτελή «διαπραγμάτευση» ανάμεσα στην εργατική και την μεμονωμένη εργοδοτική πλευρά, οι 181 υπογράφονται από σωματείο (ποσοστό 22,3%), συνήθως επιχειρησιακό και σπανίως κλαδικό, και οι 632 από απλές ενώσεις προσώπων (77,7%). Επιπλέον, από αυτές τις συνολικά 813 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις οι 799 υπογράφονται μετά τη δημοσίευση του Νόμου 4024/2011, οπότε και δίνεται η νομική δυνατότητα υπογραφής επιχειρησιακής σσε με ενώσεις προσώπων. Σε αυτήν την κατηγορία συμβάσεων οι 167 υπογράφονται από σωματείο (ποσοστό 20,9%) και υπόλοιπες 632 από ενώσεις προσώπων (79,1%).

Στον Πίνακα 2 αποτυπώνεται το τοπίο στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις υπό εξέταση χρονικές περιόδους.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2012
Υπογράφων την εσσε
Από 25/10/2011 έως 28/11/2012*
Από δημοσίευση Ν. 4024/2011 (27/10/2011 έως 28/11/2012*)
Σωματείο
181 (22,3%)
167 (20,9%)
Ένωση προσώπων
632 (77,7%)
632 (79,1%)
Σύνολο
813
799

Πηγή: Υπουργείο Εργασίας. Επεξεργασία Α. Καψάλης

* Με κριτήριο την ημερομηνία ανάρτησης στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου

Μεταξύ «αποκέντρωσης», «αυτοσύμβασης» και (απειλής της) ατομικής διαπραγμάτευσης
Εάν η αποκέντρωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης αποτελεί βασική στόχευση των Μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, τότε μπορεί με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αυτός ο στόχος έχει επιτευχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Εάν η απότομη και μαζική συρρίκνωση των μέσων αποδοχών στα επίπεδα των «ανταγωνιστριών χωρών» (Βουλγαρία, Ρουμανία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές) αποτελεί επίσης μια άλλη βασική στόχευση των πολιτικών δημοσιονομικής σταθερότητας, πρέπει να τονιστεί ότι αυτός ο στόχος έχει ικανοποιηθεί σε απόλυτο βαθμό.

Η Εθνική Γενική σσε διατηρεί την καθολική ισχύ της μόνο για τα μη μισθολογικά ζητήματα, ενώ οι συμφωνίες που αφορούν στις αποδοχές δεσμεύουν μόνο τους εργοδότες-μέλη των ενώσεων που ενδεχομένως συνάπτουν στο εξής την Εθνική Γενική σσε. Επίσης, η αντικατάσταση του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ από τον νόμιμο ελάχιστο μισθό των Πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου αναδεικνύει την τρόικα και την κυβέρνηση σε απόλυτους ρυθμιστές των μισθολογικών ζητημάτων στην ελληνική αγορά εργασίας, κατά παρέκκλιση βασικών συνταγματικών επιταγών ή θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων που δεσμεύουν την χώρα σε κοινοτικό και διεθνές επίπεδο. Σε αυτή τη λογική, οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές σσε περιορίζονται, τόσο σε αριθμό, όσο και σε έκταση εφαρμογής και κάλυψης των εργαζομένων που απασχολούνται σε έναν κλάδο ή ασκούν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα.

Ωστόσο, οι επιχειρησιακές σσε που υπογράφονται μετά τα τέλη Οκτώβρη του 2011 δεν συνεπάγονται καμία ουσιώδη διαπραγμάτευση. Χωρίς εξασφαλισμένα επίπεδα αξιοπρεπούς αμοιβής σε κλαδικό επίπεδο, με τη διαδικασία ενώπιον του ΟΜΕΔ να αποτελεί πρακτικά παρελθόν, το επίδικο της «διαπραγμάτευσης» είναι στην πραγματικότητα φτωχοποίηση με συλλογική σύμβαση εργασίας ή φτωχοποίηση με ατομική σύμβαση εργασίας.

Η εντυπωσιακά διαδεδομένη σύγκλιση των βασικών αποδοχών με τα ισχύοντα στην εκάστοτε Εθνική Γενική σσε μετατρέπει τον κατώτατο και τον ελάχιστο νόμιμο μισθό σε γενικώς καθολικό μέσο μισθό της συντριπτικής πλειοψηφίας των (άνω των 25 ετών) μισθωτών της χώρας.

Στις περιπτώσεις, ειδικότερα, των ενώσεων προσώπων, οι οποίες στην πράξη προσδίδουν ένα μανδύα συλλογικής συμφωνίας σε μια κατά τα άλλα «αυτοσύμβαση» της εργοδοτικής πλευράς, κατ' ουσία δεν υφίσταται καμία απολύτως συμφωνία, εφόσον ούτε συμβατική ελευθερία υπάρχει, ούτε δύο διακριτά μέρη για να συνάψουν μια συμφωνία. Σε όσες περιπτώσεις οι ενώσεις προσώπων δεν εκπροσωπούνται από στελέχη της επιχείρησης ή από συγγενικά πρόσωπα του εργοδότη, αλλά από εργαζόμενους που θα επιθυμούσαν τη διεξαγωγή κάποιου διαλόγου, η έλλειψη συνδικαλιστικής προστασίας, ο κίνδυνος της ατομικής διαπραγμάτευσης, τα πρωτοφανή ποσοστά ανεργίας και οι διοικητικά απελευθερωμένες και οικονομικά πάμφθηνες απολύσεις, υποχρεώνουν την εργατική πλευρά σε άτακτη υποχώρηση και σε άνευ όρων συναίνεση.

Τα συνδικάτα που συνάπτουν αντίστοιχες επιχειρησιακές σσε συντηρούν τον θεσμικό τους ρόλο και εξασφαλίζουν (ενδεχομένως) τη διατήρηση των μη μισθολογικών όρων, αλλά και αυτό όχι για πολύ ακόμα. Όσο υποχωρεί περαιτέρω η προστασία που παραδοσιακά απέρρεε από τις υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές, εθνική γενική) δεν θα υπάρχει κανένας λόγος να προτιμάται από την εργοδοτική πλευρά η συλλογική ρύθμιση και όχι η ατομική διαπραγμάτευση.

Δεν είναι καθόλου απίθανο, μετά από τις νέες δυσμενείς ανατροπές στο δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων με αφορμή το τρίτο μνημόνιο (Ν. 4093/2012), να παρατηρηθεί το φαινόμενο του περιορισμού του αριθμού ακόμη και των επιχειρησιακών συμβάσεων, ιδίως σε ό,τι αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, είτε υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο, είτε όχι.

Απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη η μάχη για την «επαναθεσμοποίηση» των συνδικάτων και η αναβίωση της συλλογικής σύμβασης ανακηρύσσεται σε ζήτημα κατεπείγουσας προτεραιότητας αλλά και πολιτικής επιβίωσης για το εργατικό κίνημα της χώρας.

O Αποστόλης Καψάλης είναι επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Το άρθρο συνοψίζει τα βασικά συμπεράσματα υπό έκδοσης σχετικής μελέτης.
Αναδημοσίευση από ΑΥΓΗ, 27-1-2013

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο ΝΕΟΣ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ*
 
Ύστερα από 4 μήνες πυρετώδους εσωτερικής διαπραγμάτευσης και μονομερών συμβιβασμών με την τρόϊκα, το κατεπείγον πολυνομοσχέδιο περιείχε σε ένα μόνο άρθρο πολλές και ανατρεπτικές ρυθμίσεις για τις τρεις πτυχές του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα : τις εργασιακές σχέσεις, το δημόσιο τομέα και την κοινωνική ασφάλιση. Για να προλάβουμε το σωτήριο Eurogroup που θα μας έδινε τη δόση του Ιουνίου, είχε κανείς 15 ολόκληρες ώρες για να διαβάσει περίπου 700 σελίδες, πριν αρχίσει η επεισοδιακή συζήτηση στη Βουλή.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ψύχραιμα τα περισσότερα ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης που προκύπτουν από το πολυνομοσχέδιο.


Οι περικοπές συντάξεων και εφάπαξ
Η συγκυβέρνηση, συνεπής με τις επιλογές των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, αφιερώνει τη μερίδα του λέοντος των θυσιών στους συνταξιούχους με περικοπές ύψους 4,7 δισ. ευρώ για το 2012.

Από αυτές, η περικοπή των δώρων εορτών, Πάσχα και επιδόματος αδείας είναι η πιο σημαντική δημοσιονομικά και κοινωνικά. Δεν είναι μόνο τα 800 ευρώ που χάνονται από τους συνταξιούχους άνω των 60 ετών αλλά είναι και η 13η και 14η επικουρική σύνταξη που καταργείται ταυτόχρονα. Συγκεκριμένα, καταργούνται από 1.1.2013 για τους συνταξιούχους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, του ΟΓΑ, του ΝΑΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος τα δώρα για την κύρια και για την επικουρική σύνταξη με βασικό κριτήριο τη δημοσιονομική απόδοση 2,5 δισ. ευρώ για το 2012.


Παράλληλα, έρχονται κλιμακωτές μειώσεις στις συντάξεις όπως αυτές έχουν μείνει ύστερα από τις προηγούμενες περικοπές. Για τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα στο άθροισμα των συνολικών μικτών συνταξιοδοτικών αποδοχών ορίζονται τρεις εισοδηματικές κλίμακες 1000-1500 ευρώ, 1500 έως 2000 ευρώ και 2000 ευρώ και άνω στις οποίες γίνονται αντίστοιχα κλιμακωτές μειώσεις 5%, 10% και 15%. Για τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα στο άθροισμα των συνολικών μικτών συνταξιοδοτικών αποδοχών ορίζονται τέσσερις εισοδηματικές κλίμακες 1000-1500 ευρώ, 1500 έως 2000 ευρώ, 2000 έως 3000 ευρώ και 3000 ευρώ και άνω στις οποίες γίνονται αντίστοιχα κλιμακωτές μειώσεις 5%, 10%, 15% και 20%. Από τις μειώσεις αυτές εξαιρούνται οι ανάπηροι με ποσοστό 80% και άνω, οι πολεμικές συντάξεις και συντάξεις παθόντων εν τη υπηρεσία, στους συνταξιούχους τυφλούς και παραπληγικούς.


Συμπληρωματικά, στις περικοπές των δώρων σε χαμηλοσυνταξιούχους στο πολυνομοσχέδιο προβλέπεται ο περιορισμός του ΕΚΑΣ από το 2014 στους συνταξιούχους κάτω των 65 ετών. Από τον ηλικιακό περιορισμό του ΕΚΑΣ εξαιρούνται οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας καθώς και για τα τέκνα που λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου του γονέα τους.


To “πακέτο” των περικοπών στις συντάξεις συμπληρώνει η πρώτη φάση περικοπών στα εφάπαξ. Από το σύνολο των παρεμβάσεων στα εφάπαξ αναμένεται να συγκεντρωθούν 247 εκατομμύρια ευρώ. Για την πλειοψηφία των φορέων οι μειώσεις είναι 20% με 35%, ενώ φτάνουν μέχρι και 83%.

Στους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 που αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν της υπηρεσίας από 1.8.2010 και μετά, στους οποίους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος μειώνεται αναδρομικά. Τέλος, ορίζεται ότι θα σχεδιαστεί η θέσπιση νέου τρόπου υπολογισμού των εφάπαξ παροχών σε όλους τους φορείς πρόνοιας, από 1.1.2014. Επομένως, πρόκειται για την πρώτη φάση περικοπών στα εφάπαξ και η δεύτερη θα θεσπιστεί εντός του 2013 για να ισχύσει από 1.1.2014.


Εκτός από το εφάπαξ, θεσμοθετήθηκε πλαφόν στα 720 ευρώ και περιορισμοί για τις συντάξεις αγάμων θυγατέρων. Η καταβολή της σύνταξης των άγαμων ή διαζευγμένων θυγατέρων αναστέλλεται, εάν έχουν και άλλα εισοδήματα, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξή τους, τα οποία υπερβαίνουν τα 8640€ ετησίως. Εάν τα εισοδήματά της σύνταξης είναι μικρότερα του ανωτέρω ετήσιου ποσού αλλά με συνυπολογισμό και του ποσού της κύριας σύνταξης το υπερβαίνουν, η κύρια σύνταξη των 720€ μειώνεται κατά το υπερβάλλον ποσό. Η αναπροσαρμογή αυτή δεν εφαρμόζεται, άτομα που είναι ανήλικα ή ανάπηρα κατά ποσοστό 67% και άνω ή σπουδάζουν.


Από 1.1.2013, τέλος, η προνοιακή σύνταξη ανασφάλιστων υπερηλίκων περιοιρίζεται με τις εξής σωρευτικές προϋποθέσεις: Είναι στο 67ο έτος, δεν λαμβάνουν ή δεν δικαιούνται οι ίδιοι σύνταξη από οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα τα τελευταία 20 έτη πριν την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση και εξακολουθούν να διαμένουν κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής τους και το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 4320 ευρώ ή, στην περίπτωση εγγάμων, τα 8.640 ευρώ.

Εκκρεμείς αιτήσεις καθώς και αιτήσεις που υποβάλλονται μέχρι 31.12.2012 κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος πλην του ορίου ηλικίας που ορίζεται το 65ο έτος.

Με το εισοδηματικό κριτήριο της παρούσας ρύθμισης και το κριτήριο για το δικαίωμα άλλης σύνταξης, επανακρίνονται από 1.1.2013 και όσοι έχουν ήδη καταστεί συνταξιούχοι. Οι περικοπές ανέρχονται σε 50 εκ. ευρώ.


Αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης

Στον τομέα των συντάξεων, δεύτερος βασικός άξονας των δυσβάστακτων αλλαγών του πρόσφατου πολυνομοσχεδίου είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη καθ'υπέρβαση ακόμα και των προβλέψεων των Ν.3863/2010 που προέβλεπαν αύξηση των ορίων ηλικίας από το 2021. Η αύξηση γίνεται χωρίς μεταβατικές διατάξεις και συμπαρασύρει και τα ενδιάμεσα όρια ηλικίας, ώστε για πολλούς συνταξιούχους η αύξηση να είναι πάνω από 2 χρόνια.


Οι ασφαλισμένοι που έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι το τέλος του 2012, μπορούν να συνταξιοδοτηθούν οποτεδήποτε με τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης και ορίου ηλικίας, ακόμα και μετά την 1.1.1993.


Επίσης, δεν επηρεάζονται από την αύξηση των ορίων ηλικίας αυτοί που έχουν 25 έτη ασφάλισης στο δημόσιο και ευρύτερο δημοσιο τομέα έως το τέλος 2012, οι ασφαλισμένοι πριν το 1983 που δικαιούνται σύνταξη σε 35ετία χωρίς όριο ηλικίας και μητέρες ανηλίκων με 5500 ένσημα στο ΙΚΑ ή με 25 έτη υπηρεσίας στο δημόσιο έως το τέλος 2012.


Οι δημόσιοι υπάλληλοι από 01/01/2013 και χωρίς μεταβατικές περιόδους δικαιούνται πλήρη σύνταξη είτε στα 67 με 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, είτε στα 62 με 40 έτη πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι από 01/01/2013 δικαιούνται μειωμένη σύνταξη στα 62 έτη χωρίς μεταβατικές περιόδους. Οι υπάλληλοι των ΟΤΑ που απασχολούνται αποκλειστικά και κατά πλήρες ωράριο σε BAE από τα 53 έτη για τις γυναίκες και στα 58 έτη για τους άνδρες από 1.1.2013 τα όρια ηλικίας για άνδρες και γυναίκες αυξάνονται χωρίς μεταβατικές διατάξεις στα 60 έτη για άνδρες και γυναίκες. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι από 1.1.2013 παίρνουν τη σύνταξη από τα 60 έτη.


Οι πριν από το 1983 ασφαλισμένοι του ιδιωτικού τομέα συνταξιοδοτούνται με 35ετία από τα 58 στα 60 έτη, οι πριν από το 1983 ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ και το ΕΤΑΑ συνταξιοδοτούνται με 35ετία από τα 60 στα 62, και για τις γυναίκες η 15ετία από τα 60 αυξάνεται στα 62 έτη.

Οι μετά το 1983 ασφαλισμένοι του ιδιωτικού τομέα συνταξιοδοτούνται με 35ετία στα 60, και για τους ελεύθερους επαγγελματίες η 35ετία στα 60 αυξάνεται στα 62.

Για τις μητέρες ανηλίκων με 5.500 ημέρες ασφάλισης για μειωμένη σύνταξη το όριο ηλικίας από τα 55 έτη το 2012 αυξάνεται στα 57 και για πλήρη από τα 60 έτη στα 62.

Για τον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα η 35ετία από τα 58 έτη αυξάνεται στα 60 και για τις μητέρες ανηλίκων με 25ετία το όριο ηλικίας από τα 55 αυξάνεται στα 57.

Για τους “νέους” ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα μετά το 1993 το 60ό έτος για μειωμένη σύνταξη αυξάνεται στο 62ο και από τα 65 με 15ετία αυξάνεται στα 67.

Για τους ασφαλισμένους στα ΒΑΕ αυξάνεται απο το 2013 το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης απο τα 60 στα 62 έτη.

Η κατάργηση των ειδικών επιδομάτων ανεργίας


Σε συνθήκες κράχ ανεργίας στην αγορά εργασίας, ορίστηκε η κατάργηση ειδικών εποχιακών επιδομάτων ανεργίας (επαγγέλματα του οικοδόμου, λατόμου, αγγειοπλάστη, δασεργάτη, καπνεργάτη, μουσικού μέλους του οικείου επαγγελματικού σωματείου, υποδηματεργάτη, μισθωτού ναυπηγοεπισκευαστικης ζώνης, χειριστή εκσκαπτικών, ανυψωτικών κ.α. μηχανημάτων, ηθοποιού, τεχνικού κινηματογράφου και τηλεόρασης, χείριστη και βοηθού χείριστη κινηματογράφου, μισθωτού τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου και  άλλων) και η κατάργηση ειδικών επιδομάτων ανεργίας απολυμένων λόγω συγχώνευσης, συνένωσης, μεταφοράς επιχειρήσεων.

Από 1.1.2013 αυτοί ασφαλίζονται με τις κοινές περί ανεργίας διατάξεις


Ταυτόχρονα, προβλέπεται επιδότηση μακροχρονίως ανέργων για τους ανέργους οι οποίοι έχουν εξαντλήσει το δικαίωμα τακτικής επιδότησης εφόσον το εισόδημά τους δεν ξεπερνά τις 10.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 586,08 ευρώ για κάθε ανήλικο τέκνο της οικογένειας.

Το ύψος του μηνιαίου επιδόματος μακροχρονίως ανέργου δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 200 ευρώ και καταβάλλεται για όσο χρονικό διάστημα οι δικαιούχοι παραμένουν άνεργοι και όχι πέραν των δώδεκα μηνών. Τα όρια ηλικίας των δικαιούχων ορίζονται από 20 ετών μέχρι 60.

Μια πρώτη αποτίμηση

Η εφαρμογή των προβλέψεων του πολυνομοσχεδίου, του νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου και του κρατικού προϋπολογισμού αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κυβερνητικό σχέδιο για διάσωση, ούτε για αναμόρφωση ή προσαρμογή της κοινωνικής ασφάλισης στην περίοδο κρίσης. Το δημόσιο και αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι στα σχέδια της συγκυβέρνησης που επιλέγει μέτρα δίχως αύριο και επιταχύνει συνειδητά την ταυτόχρονη κατάρρευση των παροχών και των εσόδων του.


Είναι χαρακτηριστικό ότι στα μέτρα περιλαμβάνεται η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων (με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την αύξηση της βάσης υπολογισμού εισφορών των “παλαιών” ασφαλισμένων αλλά και την αύξηση των εισφορών υγείας στον ΟΓΑ) την ίδια στιγμή που καταργούνται οι ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών του ΟΕΚ και ΟΕΕ. Και ενώ η κρατική χρηματοδότηση δεν αρκεί για τις ανάγκες των ασφαλιστικών ταμείων το 2012, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει ακόμα περισσότερη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και εξαγγέλλει συνολική μείωση 5% των εργοδοτικών εισφορών.


Γίνεται πια ολοένα και πιο φανερό ότι όσο οι εικονικές προβλέψεις των υπό κατάρρευση εσόδων αντιγράφονται από προϋπολογισμό σε προϋπολογισμό, όσο η εύκολη λύση είναι οι δραστικές μειώσεις κοινωνικών δαπανών, η προσπάθεια της συγκυβέρνησης να μας ξαναβάλλει στον “ενάρετο κύκλο της δημοσιονομικής σταθερότητας” στην πράξη θα μας οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο περικοπών και εξάπλωσης της φτώχειας.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

H αποσπονδύλωση της συλλογικής σύμβασης

Του Γιάννη Κουζή*

Τα τελευταία μέτρα για τον γενικό κατώτατο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις σφραγίζουν την πλήρη κατεδάφιση της ουσιαστικής έννοιας των συλλογικών συμβάσεων. Και αυτό γιατί το συλλογικό αυτό κοινωνικό δικαίωμα μόνο ως προς την τυπική του διάσταση διατηρείται, από τη στιγμή που η καταιγίδα των μέτρων του μνημονίου της τελευταίας διετίας έχει στερήσει από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τη σπονδυλική του στήλη και συμβάλλουν στη δημιουργία στοιχειωδών όρων συνοχής ανάμεσα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

Πώς επέρχεται αποδιάρθρωση και αποσπονδύλωση των συλλογικών συμβάσεων;
1. Όταν η ελευθερία της συλλογικής διαπραγμάτευσης καταστρατηγείται, καταρχήν, από την υποχρέωση προσαρμογής των διαπραγματεύσεων στη μνημονική δέσμευση μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% ενόσω διαρκεί η δανειακή σύμβαση. Όταν οι αυξήσεις και ωριμάνσεις (πολυετίες) παγώνουν μέχρις ότου η ανεργία υποχωρήσει κάτω από 10%, κάτι που δεν αναμένεται να συμβεί νωρίτερα από το 2025. Όταν ο γενικός κατώτατος μισθός που ρυθμίζεται με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση διαβρώνεται με νόμο κατά 22% (και 32% για τους νέους έως 25 ετών)και στο εξής θα εξακολουθεί να ορίζεται από το κράτος μέχρι νεωτέρας και έως ότου συγκλίνει με τους αντίστοιχους μισθούς των βαλκανικών χωρών. Όταν η σύντμηση του χρόνου έναρξης της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων, συνοδευόμενη από τον περιορισμό των κανονιστικών όρων που μετενεργούν ανοίγοντας τον δρόμο στην εξατομίκευση των αμοιβών, ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στα συνδικάτα ώστε να υπογράφουν συμβάσεις στο πλαίσιο των εργοδοτικών απαιτήσεων με τη λογική του μικρότερου κακού.

2. Όταν η συνάρθρωση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη των συλλογικών συμβάσεων αποδιαρθρώνεται από την κατάργηση της βασικής αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τους εργαζόμενους, με την παροχή της δυνατότητας κατίσχυσης του δυσμενέστερου περιεχομένου συμβάσεων έναντι του ευνοϊκότερου. Όταν με αυτό τον τρόπο ανατρέπεται πλήρως η λογική συνάρθρωσης γενικότερων και ειδικότερων συμβάσεων, με αποτέλεσμα οι επιμέρους επιχειρήσεις να αποστασιοποιούνται αρνητικά από τα συμφωνηθέντα σε επίπεδο κλάδου, αποδυναμώνοντας τις κλαδικές συμβάσεις και συμπιέζοντας το εργασιακό κόστος.

3. Όταν η καθολική εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων καταργείται με τον περιορισμό της στους εργαζόμενους που απασχολούνται στις επιχειρήσεις που είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων που τις συνυπογράφουν, όπως συμβαίνει με την αναστολή της επέκτασης της κλαδικής και ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης καθώς και της εθνικής γενικής, όποτε, στο μακρινό μέλλον, ο καθορισμός των κατώτατων μισθών επιστρέψει στην αρμοδιότητά της. Όταν μια τέτοια επιστροφή δεν συνεπάγεται έναν γενικό κατώτατο μισθό καθολικής εφαρμογής, αλλά έναν μισθό μερικής εφαρμογής για τα μέλη των φορέων που υπογράφουν τη σύμβαση, αφήνοντας περιθώρια για κατώτατους μισθούς πολλαπλών ταχυτήτων ή και για μισθούς χωρίς κατώτατα όρια. Όταν στο πλαίσιο αυτών των επιλογών ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφαρμογής των συμβάσεων, είτε επωφελούμενες από τη μη επεκτασιμότητά τους, είτε ωθούμενες να αποχωρούν από τις εργοδοτικές οργανώσεις προκειμένου να μη δεσμεύονται από τις υπογραφές τους.

4. Όταν αποδυναμώνεται ο ρόλος του ΟΜΕΔ σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και άρνησης των εργοδοτών να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να μένουν αρρύθμιστες οι συλλογικές διαφορές. Όταν οι μεσολαβητές/διαιτητές οφείλουν να είναι «αντικειμενικοί» και να προσαρμόζουν την κρίση τους στην ασκούμενη κυβερνητική εισοδηματική πολιτική. Όταν η προσφυγή στη διαιτησία απαιτεί τη συμφωνία και των δύο μερών ακόμα και όταν η εργοδοσία αρνείται την πρόταση του μεσολαβητή που δέχονται τα συνδικάτα. Όταν η διαιτησία έχει ως μόνη αρμοδιότητα τον προσδιορισμό του βασικού μισθού για κάθε επίπεδο συλλογικής διαφοράς, αφήνοντας μετέωρες τις διαφορές για τα επιδόματα και τα θεσμικά ζητήματα και ωθώντας αυτές στη λύση της ατομικής διαπραγμάτευσης με την επέλευση της μετενέργειας.

Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι οι συλλογικές συμβάσεις μόνο τυπικά εξακολουθούν να υφίστανται, ώστε να δικαιολογούν το επιχείρημα της μη κατάργησής τους και για να θυμίζουν την ιστορική διαδρομή ενός θεσμού που αποτελεί κοινωνική κατάκτηση και εκφράζει μορφή θεσμικού περιορισμού της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και εκδηλώνει την κοινωνική αλληλεγγύη απέναντι στα φαινόμενα κατακερματισμού της εργασίας. Και είναι επίσης προφανέστατο ότι η αποσπονδήλωση και αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων αποδυναμώνει τα θεσμικά εμπόδια για την επιβολή εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων που καθιστούν με απόλυτο τρόπο την εργασία έρμαιο στις διαθέσεις του κεφαλαίου.

* Ο Γ. Κουζής διδάσκει εργασιακές σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Αναδημιοσίευση απο την Εφημ. "ΑΥΓΗ", 11/11/2012
 http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=727015  

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Επιστροφή στον 19ο αιώνα!


Του Σάββα Ρομπόλη

Η οριστικοποίηση του πακέτου των μέτρων των 13,5 δισ. ευρώ που αφορούν κατά κύριο λόγο περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κατά δευτερεύοντα λόγο περικοπές δημοσίων δαπανών και αύξηση εσόδων από φορολογία, σηματοδοτεί για την επόμενη χρονική περίοδο στην Ελλάδα την παράταση της ύφεσης, της λιτότητας, της ανεργίας και της σοβαρής επιδείνωσης της παραγωγικής - τεχνολογικής βάσης, καθώς και του εισοδηματικού και βιοτικού επιπέδου των μισθωτών, των συνταξιούχων και των ανέργων.
 
Επιπλέον, οι συντελούμενες παρεμβάσεις για την εξατομίκευση του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σε συνδυασμό με τη νομοθετική μείωση του κατώτατου μισθού, εκτός από την ενδυνάμωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών (30% μείωση των μισθών και πραγματική υποχώρηση στα επίπεδα του 2001), παράλληλα με τη διατήρηση του επιπέδου των κερδών στα υψηλά επίπεδα του 2009, απελευθερώνουν την εργασία στη χώρα μας και την οδηγούν σε συνθήκες πλήρους εξάρτησης από το κράτος και τους εργοδότες, όπως ακριβώς κατά τον 19ο αιώνα.

Πράγματι, κατά την περίοδο αυτή (19ο αιώνας) η εργασία εξαρτημένη από το κράτος και τους εργοδότες απελευθερώνεται μετά τη βιομηχανική επανάσταση, σε σχέση με την περίοδο της φεουδαρχίας, με τη συλλογικοποίηση της δράσης των εργαζομένων και τη θεσμοθέτηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που σήμερα η στρατηγική επιλογή της τρόικας και των ελληνικών κυβερνήσεων συνίσταται στην πλήρη απορρύθμιση και την ουσιαστική κατάργησή τους. Μία τέτοια επιλογή προσδίδει στο κράτος λειτουργία «οικονομικού ελέγχου» της εργασίας μονομερώς προς όφελος των εργοδοτών, με τη διαμόρφωση της αμοιβής της, και λειτουργία «κοινωνικού ελέγχου» στη διαδικασία διατήρησης της ελάχιστης φυσιολογικής ικανότητας της εργατικής δύναμης.

Ετσι, η δημόσια διαχείριση της εργατικής δύναμης μέσω των οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών του κράτους διαμορφώνει τους εισοδηματικούς και θεσμικούς όρους συμμετοχής της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, επιδιώκοντας την ελαχιστοποίηση της υλικής ανασφάλειας της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονα τον περιορισμό της αμφισβήτησης της κερδοφορίας και της αναπαραγωγικής διαδικασίας.

Η παρατήρηση αυτή συνιστά, μεταξύ των άλλων, τη θεωρητική αφετηρία και την ερμηνεία απελευθέρωσης της εργασίας από το κράτος στα τέλη του 19ου αιώνα, με την έννοια της μετεξέλιξης της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες μέχρι τότε ήταν καθαρά εξαρτησιακού και ηθικού χαρακτήρα και μετά τη βιομηχανική επανάσταση μετατρέπονται σε θεμελιωμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου.

Ετσι, η κοινωνία αποκτώντας συνείδηση του χαρακτήρα της ως βιομηχανικής, επανακαθόρισε τη φιλοσοφία της για την ευθύνη. Αυτή υπήρξε και η θεμελιώδης μεταβολή: μια ολόκληρη κοινωνία αρνείται την εξατομίκευση και μεταθέτει από τον καθένα την ευθύνη για ό,τι συμβαίνει σε κάποιον άλλον και διεκδικεί την αρχή της συλλογικότητας, υπό την έννοια ότι πρέπει η κοινωνία να προστατεύει και να αποζημιώνει τους πάντες για κάθε κίνδυνο (M. Guenaire, 2000). Κατά συνέπεια, δημιουργούνται φορείς (συνδικάτα) και θεσμοί διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών (συλλογικές συμβάσεις εργασίας) για την ανεξάρτητη από το κράτος διαμόρφωση των αμοιβών, των όρων και των συνθηκών εργασίας, παράλληλα με τη δημιουργία μηχανισμών και την ανάληψη πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος (φορολογικό σύστημα, κράτος πρόνοιας) από το κράτος.

Ιστορικά, στην πορεία εξέλιξης αυτής της «δίδυμης συνύπαρξης» (ανεξάρτητες από το κράτος συλλογικές διαπραγματεύσεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κρατική διαχείριση του κράτους πρόνοιας) παρατηρούνται αλλαγές οι οποίες επηρεάζονται, μεταξύ των άλλων, από το μακροοικονομικό πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Από την άποψη αυτή, η προαναφερόμενη «δίδυμη συνύπαρξη» της περιόδου 1936-1980 (κεϊνσιανό πρότυπο) διαφοροποιείται προς την κατεύθυνση της απορρύθμισης και της ευελιξίας της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων καθώς και της ανάληψης ατομικής ευθύνης στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών κατά την περίοδο 1980-2008 (πρότυπο χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης και κερδοσκοπίας) και ανατρέπεται μετά το 2008 (πρότυπο ορθονεοφιλελευθερισμού) με ταχείς ρυθμούς στο πλαίσιο του σχεδίου (τρόικας και κυβερνήσεων) κινεζοποίησης της ανατολικής και μεσογειακής περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Κατ' αυτή την επιλογή αντικαθίσταται η «δίδυμη συνύπαρξη» από την κρατική διαχείριση της αμοιβής εργασίας, την εξατομίκευση των εργασιακών και των συμβάσεων εργασίας, τη διεύρυνση της ευελιξίας της εργασίας και την ιδιωτικοποιημένη μετάλλαξη του κράτους πρόνοιας σε κράτος φιλανθρωπίας. Ετσι, στο πλαίσιο αυτό στην Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δημιουργούνται συνθήκες μετάβασης από τη σχετική ασφάλεια στην πλήρη ανασφάλεια και εξατομίκευση της εργασίας, με κεντρικό εμπνευστή επιστροφής στον 19ο αιώνα το κράτος και τις δημόσιες πολιτικές που ασκεί.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

Αναδημοσίευση από ΝΕΑ, 9-10-2012

Επισκέψεις