H εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ταχεία μετεξέλιξή της σε δημοσιονομική, και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της, αποτυπώνουν τον υπό διαμόρφωση κοινωνικό συσχετισμό δύναμης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ο αρνητικός, για τις δυνάμεις της εργασίας, κοινωνικός συσχετισμός δεν μπόρεσε, έως τώρα, να αποτρέψει την εφαρμογή των μέτρων που έχουν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα, να ανατραπούν συνολικά κατακτήσεις του εργατικού κινήματος των τελευταίων 60 ετών. Οι αρνητικές παρενέργειες των μέτρων που εξαγγέλλονται, το ένα πίσω από το άλλο, σε συνδυασμό με την παραλυτική κατάσταση που επικρατεί στις τάξεις του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, οδηγούν μεγάλες κατηγορίες της μισθωτής εργασίας σε απόγνωση.
Η σταθερή – πλήρη απασχόληση – σε αποσύνθεση, τα ασφαλιστικά δικαιώματα σε λεηλασία, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε πλήρη απαξίωση, η καταλήστευση του δημόσιου πλούτου, η αποσύνθεση στο χώρο της παιδείας της υγείας κλπ, οι μικρές εστίες κοινωνικών αντιστάσεων σε απόλυτη ενοχοποίηση από την κυρίαρχη προπαγάνδα, που σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνά τα όρια του Γκεμπελισμού, είναι μερικά κομμάτια του πάζλ του τοπίου που διαμορφώνεται σήμερα για τους εν ενεργεία εργαζόμενους αλλά και για τις μελλοντικές γενιές.
Από αυτή την άποψη ζητήματα που έως τώρα έθετε για συζήτηση η επικαιρότητα όπως, ισότητα στην αγορά εργασίας, διακρίσεις λόγω φύλου, δικαιώματα εργαζομένων (άδειες, γονικές άδειες, άδειες μητρότητας κλπ), συνδυασμός των επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των εργαζομένων, ενώ αποτελούσαν κεντρικό σημείο αναφοράς στις πολιτικές για την αγορά εργασίας, έχουν τεθεί στο περιθώριο του σχεδιασμού των πολιτικών για την αγορά εργασίας.
Συνεπώς, ο ευνοϊκός, για την εργοδοτική πλευρά, κοινωνικός συσχετισμός, της παρέχει την ευχέρεια να αξιοποιεί την ανάγκη του εργαζόμενου για οικογενειακές διευθετήσεις αποκλειστικά προς όφελός της. Σε μια περίοδο όπου οι προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής εδράζονται στην δημοσιονομική εξυγίανση, μέσω της αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος της εργασίας, η συζήτηση και ο προβληματισμός για τον συνδυασμό των επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των εργαζομένων, ουσιαστικά επικεντρώνεται στην περαιτέρω ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου και στην ένταξη στην αγορά εργασίας, κυρίως των γυναικών, δίχως κανένα μέτρο προστασίας της απασχόλησης και διασφάλισης στοιχειωδών δικαιωμάτων.
Οι αλλαγές στην κοινωνική ασφάλιση των γυναικών, με την άρση των μέτρων προστασίας για τις μητέρες με ανήλικα παιδιά, με την προς τα πάνω εξίσωση των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών, αλλά και γενικότερες αλλαγές όπως, ο τρόπος υπολογισμού των συντάξιμων αποδοχών, το ύψος του ποσοστού αναπλήρωσης, η κατάργηση της 35ετίας και 37ετίας για δικαίωμα συνταξιοδότησης στην ηλικία των 60 ετών καθώς επίσης και η ουσιαστική άρνηση της πολιτείας, να εγγυηθεί τον δημόσιο, αναδιανεμητικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, διαμορφώνουν ένα αρκετά δυσμενές πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την πλευρά των εργαζομένων στα ζητήματα του συνδυασμού επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων. Μέτρα όπως: Οι περιορισμοί του ρόλου των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στην αναπλήρωση του εισοδήματος, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου καθώς και οι νομοθετικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό του ρόλου του ΟΜΕΔ, πλήττουν στην ουσία τον ίδιο τον θεσμό της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Η ανάπτυξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης αποτελεί για τις κυρίαρχες πολιτικές το αντίδοτο στα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αντλούν όμως τη νομιμοποιητική τους βάση - ανεξαρτήτως τελικά του τρόπου εφαρμογής τους- και από την ανάγκη μιας σημαντικής μερίδας του εργατικού δυναμικού, κυρίως των γυναικών, για οικογενειακές διευθετήσεις.
Η προβληματική για τη διαχείριση του χρόνου όχι μόνο κατά τη διάρκεια της απασχόλησης αλλά και εκτός αυτής, αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς των πολιτικών για την οικογένεια και την αγορά εργασίας.
Αναφέρονται τόσο σε ζητήματα οργάνωσης και χρήσης εντός του χώρου εργασίας (ευελιξίες και αναδιανομή ωρών εργασίας, διαφορετική χρήση του από άνδρες και γυναίκες, συνδικαλιστική παρέμβαση για τη μείωσή του κτλ.), αλλά και εκτός του χώρου εργασίας στο οικογενειακό περιβάλλον, αφού ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων στην οργάνωση του χρόνου εργασίας επηρεάζει καθοριστικά τις οικογενειακές στρατηγικές. Ο Θεσμός των αδειών των εργαζομένων και τρόπος χρήσης τους αποτελεί το συνδετικό κρίκο της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Οι πολιτικές για τις γονικές άδειες, παρά την αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, συντηρούν τον παραδοσιακό καταμερισμό ευθυνών εντός της οικογένειας, μεταξύ ανδρών και γυναικών, ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και κατ' επέκταση τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών στην απασχόληση. Καθορίζονται από το γεγονός ότι η οικογένεια, ιστορικά και κοινωνικά, θεωρείται ότι αποτελεί τον προνομιακό ιδιωτικό χώρο της γυναίκας σε αντίθεση με τον άνδρα όπου ο «φυσικός του» χώρος είναι ο δημόσιος χώρος ταυτισμένος με την παραγωγική, κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η απουσία πολιτικών για την άδεια πατρότητας με εξαίρεση τις Σκανδιναβικές Χώρες σε ολόκληρη την Ευρώπη
Η οικογένεια συνεπώς είναι το υποκείμενο πάνω στο οποίο επιδρούν άμεσα οι πολιτικές για την αγορά εργασίας και δοκιμάζεται η κοινωνική τους διάσταση. Παρότι είναι γενικά αποδεκτή η σημασία των πολιτικών για την οικογένεια σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, εντούτοις, η οικογενειακή πολιτική είχε πάντα δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με άλλες πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες. Το πόσο σημαντική είναι η παράμετρος της οικογένειας, αποκαλύπτεται και από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί και οι οποίες, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν ότι οι καλές οικογενειακές σχέσεις αποτελούν βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής.
Η προβληματική για την ισορροπία οικογενειακού και εργασιακού βίου αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές που σημειώνονται στην αγορά εργασίας και στην οικογένεια, καθώς και την ενίσχυση του ρόλου της πατρότητας στην ικανοποίηση των αναγκών των εξαρτημένων μελών.
Η προβληματική που αναπτύσσεται στην Ευρώπη για τις πολιτικές του εργάσιμου χρόνου κατά τη διάρκεια της οικονομικά ενεργής ζωής καλείται να δώσει απαντήσεις στις πολιτικές προκλήσεις που αναδεικνύονται από τις τρέχουσες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές (δημογραφική γήρανση, αλλαγές στην κατανόηση των ρόλων των φύλων καθώς επίσης και στις οικογενειακές στρατηγικές) σε μια εποχή όπου ανατρέπονται οικονομικές κοινωνικές και πολιτικές σταθερές μιας ολόκληρης μεταπολεμικής εποχής.
Οι ρυθμίσεις του νομοθετικού πλαισίου για τη γονική άδεια είναι καθοριστικής σημασίας για τη δυνατότητα ή μη της παραμονής του εργαζόμενου/νης στην αγορά εργασίας. Η διάρκεια της άδειας αλλά και ο βαθμός εισοδηματικής κάλυψης είναι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό χρήσης από τους δικαιούχους. Κρίσιμης σημασίας για τη χρήση του δικαιώματος είναι η ασφάλεια της εργασίας. Τυχόν αρνητικές παρενέργειες, ως προς τις αμοιβές ή την επαγγελματική εξέλιξη, μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο στη χρήση του δικαιώματος αλλά και αντικίνητρο στην απόκτηση παιδιών.
Γονική άδεια: Οι προοπτικές για το μέλλον
Παρατηρώντας την εξέλιξη του θεσμού της γονικής άδειας στην Ευρώπη, την τελευταία εικοσαετία, διαπιστώνουμε ότι αυτός δεν αναπτύσσεται σε ένα ομοιογενές πολιτικό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Επομένως οι πολιτικές αυτές ως ένα βαθμό, αντανακλούν τις διαφορετικές ιστορικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές παραδόσεις των επιμέρους εθνικών κοινωνικών σχηματισμών. Οι Σκανδιναβικές χώρες επί παραδείγματι, συνδυάζουν υψηλές παροχές για τη γονική άδεια (διάρκεια, αμοιβή) ενώ δίνουν κίνητρα για την χρήση αυτής και από τον πατέρα. Για ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των πολιτικών για τις γονικές άδειες, ελάχιστα όμως έχει αποδώσει στο να δημιουργηθεί ένα ενιαίο και συνεπές νομοθετικό πλαίσιο για τον συνδυασμό των οικογενειακών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων του εργαζόμενου.
Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν οδηγούν σε μια αναθεώρηση των πολιτικών για τις γονικές άδειες με στόχο την ουσιαστική ενίσχυση του θεσμικού τους πλαισίου. Τα κριτήρια που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησής τους λόγω των αλλαγών που προωθούνται στα ωράρια, στην απασχόληση και γενικότερα στον χρόνο εργασίας, προοπτικά όλο και περισσότερο θα συρρικνώνονται καθιστώντας πιο δύσκολες τις προϋποθέσεις χορήγησής τους. Με αυτές τις προοπτικές, η συζήτηση περί ισότητας των δύο φύλων στην αγορά εργασίας, φιλικών προς την οικογένεια πολιτικών απασχόλησης, συνδυασμού οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων των εργαζομένων ή την παροχή μιας διευρυμένης γκάμας επιλογών ως προς τη διαχείριση του εργάσιμου χρόνου, αξιοποιείται από τις κυρίαρχες πολιτικές για την αποδόμηση συνολικά του 8ώρου και την υπονόμευση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Οι παρεμβάσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την αναβάθμιση του συστήματος των γονικών αδειών οφείλουν να προωθούν μια διαφορετική αντίληψη από αυτή των επιχειρήσεων σχετικά με τη διαχείριση του χρόνου εργασίας, στην κατεύθυνση της ασφάλειας και της σταθερότητας της απασχόλησης. Αυτό απαιτεί, πρώτον, για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η οποιαδήποτε συζήτηση για τον χρόνο εργασίας να διεξάγεται στη βάση της ριζικής μείωσής του σε συνδυασμό με αντίστοιχα μέτρα στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και των πολιτικών για την αγορά εργασίας. Δεύτερον, το ζήτημα της ισότητας στην εργασία και στην οικογένεια απαιτεί παρεμβάσεις, μεταξύ άλλων, και στο θεσμικό πλαίσιο των γονικών αδειών που θα διευκολύνουν τη χρήση τους και από τους δύο γονείς. Επιπλέον, είναι αναγκαία η γενναία διεύρυνση των παροχών της γονικής άδειας Αυτό απαιτεί την διεύρυνση της χρονικής διάρκειας που χορηγείται αλλά επιπλέον να είναι αμειβόμενη. Σε αντίθετη περίπτωση οι δικαιούχοι δύσκολα κάνουν χρήση του δικαιώματος που τους παρέχεται από τη νομοθεσία. Ως προς τη χρονική της διάρκεια αυτή πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον τα τρία πρώτα έτη της ηλικίας του παιδιού, καθώς το διάστημα αυτό θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη των σχέσεων του γονέα με το παιδί. Παράλληλα, η ανάπτυξη ενός εκτεταμένου συστήματος βρεφονηπιακών σταθμών και άλλων κοινωνικών υποδομών θα διευκολύνει σημαντικά τους εργαζόμενους γονείς.
Τρίτον, οι πολιτικές για τον συνδυασμό επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων οφείλουν να απευθύνονται και στους δύο γονείς και όχι μόνο στη μητέρα.
Επομένως, το θεσμικό πλαίσιο των γονικών αδειών πρέπει να παρέχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να κάνει χρήση και ο πατέρας. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της άδειας πατρότητας, στην πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκεται σε υποτυπώδη μορφή και δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη παροχής φροντίδας και από τον πατέρα. Το γεγονός αυτό συντηρεί και αναπαράγει τον παραδοσιακό καταμερισμό εντός του νοικοκυριού με αποτέλεσμα να καθιστά την παροχή φροντίδας αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση. Συνεπώς απαιτούνται παρεμβάσεις για περαιτέρω ανάπτυξη των πολιτικών αναβάθμισης στην κατεύθυνση της αύξησης της έκτασης της χρονικής διάρκειας της άδειας πατρότητας. Η χρονική της διάρκεια να είναι τουλάχιστον ίση με τον χρόνο της άδειας μητρότητας μετά τον τοκετό και να είναι αμειβόμενη. Τέταρτον, οι πολιτικές για τον χρόνο εργασίας οφείλουν να διασφαλίζουν, εφόσον οι δικαιούχοι το επιλέγουν, την επιστροφή σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης μετά τη λήξη της άδειας ή το πέρας του μειωμένου ωραρίου που τυχόν κάνει χρήση ο/η εργαζόμενος.
* Ο Γιώργος Κολλιάς είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και οικονομικός γραμματέας της ΠΕΕΚΕΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου