Το κυβερνητικό νομοθετικό κατασκεύασμα φέρνει ένα νέο καθεστώς σύγχρονης δουλείας
Αθήνα 13/12/2010
του Γιάννη Δούκα
μέλους της Ε.Ε. της ΟΜΕ – ΟΤΕ
Η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο που κατέθεσε την περασμένη Πέμπτη 9/12 και με ένα από τα πιο ακραία μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα επιχειρεί μέσα σε λίγες ώρες να μετατρέψει τη δουλειά σε δουλεία, να ξηλώσει το θεμέλιο λίθο στον οποίο στηρίζεται η εργατική προστασία και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να καταργήσει συλλογικές συμβάσεις δεκαετιών, να διαγράψει εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, να μειώσει εκ νέου τους μισθούς των εργαζόμενων στις δημόσιες επιχειρήσεις και να οδηγήσει αμέτρητες χιλιάδες μισθωτών στον καιάδα της ανεργίας και στο κοινωνικό περιθώριο. Με το άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις θεατές αλλά και μερικές από τις αθέατες επιπτώσεις που επιφέρει στις εργασιακές σχέσεις, στο καθεστώς των απολύσεων, στις συλλογικές συμβάσεις και στους μισθούς το προτεινόμενο νομοσχέδιο.
1. Το νέο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της προσφυγής στη μεσολάβηση και διαιτησία (ΟΜΕΔ) και οι επιπτώσεις τους
Η παρέμβαση που γίνεται έρχεται να συμπληρώσει τις μέχρι σήμερα αρνητικές κυβερνητικές επιλογές. Αυτές ήταν η κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους νέους μέχρι 25 ετών για τους οποίους προβλέπεται ότι θα αμείβονται με μισθό ίσο με το 84% ή και 70% στις συμβάσεις μαθητείας του κατώτερου και η απαγόρευση του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) να βγάζει διαιτητικές αποφάσεις πάνω από τη σύμβαση που υπέγραψε η ΓΣΕΕ (0% για φέτος). Με τη νέα ρύθμιση καταργείται, με τη δημιουργία της λεγόμενης ειδικής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας η προστατευτική διάταξη που όριζε ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν των κλαδικών μόνο όταν είναι ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο. Το νέο πλαίσιο που θα διέπει τις ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ανοίγει το δρόμο στη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, στο να καταστεί το εργατικό κόστος στοιχείο του ανταγωνισμού και να έχουμε μια συνεχή χειροτέρευση των μισθών, των όρων εργασίας, των όρων και προϋποθέσεων μερικής απασχόλησης, της εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, ακόμη και «διαπραγμάτευση» θέσεων εργασίας και απολύσεων στο όνομα του να μην κλείσει η επιχείρηση. Η επέκταση της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων στις επιχειρήσεις που δεν εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις που επισείει η Υπουργός εργασίας είναι χωρίς αντίκρισμα αφού έτσι ή αλλιώς θα υπερισχύει η Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (άρθρο 14). Από τη μια μεριά θα ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια διάφορα εργοδοτικά σωματεία και από την άλλη στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που αντιστέκονται στις εργοδοτικές πιέσεις θα μπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το δίλημμα της μείωσης των κερδών, των προβλημάτων του ανταγωνισμού, των μικρότερων αποδοχών του προσωπικού μιας όμορης επιχείρησης και της απειλής του λουκέτου με στόχο την αποδοχή της μείωσης των αποδοχών, της χειροτέρευσης των όρων εργασίας και της μείωσης των θέσεων εργασίας.
Με το νομοσχέδιο αυτό καταργεί με μια μονοκονδυλιά το νόμο 1876/90 που είναι το μοναδικό νομοθέτημα που έτυχε της απόλυτης στήριξης τόσο των κομμάτων όσο και των κοινωνικών συνομιλητών. Στη θέση του προωθεί ρυθμίσεις με τις οποίες οι δικλείδες που υπάρχουν οδηγούν στην κατάργηση της διαιτησίας και σε συνδυασμό με τις άλλες ρυθμίσεις για τις συμβάσεις που αναφέραμε παραπάνω οδηγεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο απόσπασμα. Στο νέο οργανισμό οι διαιτητές και οι μεσολαβητές θα πρέπει να τύχουν της ομόφωνης έγκρισης των εκπροσώπων του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ και της ΓΣΕΕ. Αν δηλαδή διαφωνεί έστω και ένας από την εργοδοτική πλευρά ο διαιτητής – μεσολαβητής θα απορρίπτεται. Το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής δεν το έχει πλέον μόνο η εργατική πλευρά αλλά το αποκτά και η εργοδοσία. Σε περίπτωση που η εργοδοσία προσφύγει στη διαιτησία αναστέλλεται το δικαίωμα της απεργίας. Η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται στα ζητήματα του βασικού ημερομισθίου ή/και του βασικού μισθού. Επιπρόσθετα υπάρχει ρητή αναφορά στο ότι ο διαιτητής προκειμένου να εκδώσει μια διαιτητική απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη του την οικονομική κατάσταση και την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας. Τέλος αν από τη διαδικασία αυτή προκύψει κάτι θετικό για τους εργαζόμενους ο εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να προσβάλει τη διαιτητική απόφαση στο πρωτοδικείο και αν δεν του αρέσει η πρωτόδικη απόφαση έχει και δικαίωμα έφεσης (άρθρο 15).
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Την κατάργηση στην πράξη όλων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την απογείωση των ατομικών συμβάσεων και το εργατικό κόστος να μπαίνει στο φαύλο κύκλο του ανταγωνισμού. Τα χειρότερα έπονται. Η κατάργηση του κατώτατου μισθού που υπογράφει η ΓΣΕΕ θα σημάνει την αρχή του τέλους της συνομοσπονδίας. Αυτό σε συνδυασμό με το χτύπημα που δέχονται οι κλαδικές, οι ομοιοεπαγγελματικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των ομοσπονδιών και των πρωτοβάθμιων σωματείων. Η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την ύπαρξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
2. Η νέα παρέμβαση στο στο καθεστώς των απολύσεων
Με το νομοσχέδιο αυτό καταργεί ακόμη και τις ρυθμίσεις που αυτή η κυβέρνηση έφερε και ψήφισε με το νόμο 3863/2010 και έκανε πιο εύκολες τις απολύσεις για τους εργοδότες. Με το νόμο εκείνο μείωσε τον απαιτούμενο χρόνο προειδοποίησης προκειμένου να δώσει τη μισή αποζημίωση σε σημείο κοροϊδίας. Κατήργησε μια ρύθμιση ενός αιώνα (ίσχυε από το 1920) που δεν την πείραξαν ούτε οι κατοχικές ούτε οι δικτατορικές κυβερνήσεις. Σήμερα έρχεται και κάνει τα πράγματα ακόμη πιο ευνοϊκά για την εργοδοσία αφήνοντας τους μισθωτούς στο έλεός της. Με τη ρύθμιση που φέρνει καταργείται η αποζημίωση για προϋπηρεσία μέχρι ένα χρόνο (ήταν ένας μήνας). Ο πρώτος χρόνος πρόσληψης θεωρείται δοκιμή και σε οποιαδήποτε στιγμή ο εργοδότης δικαιούται να απολύσει το μισθωτό χωρίς αποζημίωση. Για το διάστημα μετά τον πρώτο χρόνο περιορίζει το χρόνο προειδοποίησης στον ένα μήνα προκειμένου να του δώσει τη μισή αποζημίωση δηλαδή το μισθό ενός μήνα (με το νόμο που η ίδια ψήφισε ο χρόνος αυτός ήταν δύο μήνες). (άρθρο 18 § 5).
3. Η νέα παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις
Με το νομοσχέδιο γίνεται και νέα παρέμβαση ώστε η αγορά εργασίας να γίνει περισσότερο «ευέλικτη».
· Για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση που εργάζονται λιγότερο από τέσσερεις ώρες την ημέρα καταργεί την προσαύξηση κατά 7,5% που ίσχυε (άρθρο 18 § 1).
· Για τους ίδιους με μερική απασχόληση η αμοιβή της εργασίας πέραν του συμφωνημένου χρόνου πέρασε από σαράντα κύματα για να καταλήξει να είναι αυξημένη κατά 10% με το νόμο 3846/2010 αυτής της κυβέρνησης. Η προσαύξηση αυτή με το νομοσχέδιο καταργείται (άρθρο 18 § 2).
· Η δυνατότητα του εργοδότη να επιβάλει εκ περιτροπής εργασία μέχρι έξι μήνες στο ίδιο έτος γίνεται εννέα μήνες (άρθρο 18 § 3).
· Η ενοικίαση εργαζομένων κατέληξε με το νόμο 3846/2010 αυτής της κυβέρνησης να επιτρέπεται μέχρι 18 μήνες πέραν των οποίων μετατρεπόταν σε εργασία αορίστου χρόνου. Με το νομοσχέδιο η ενοικίαση επιτρέπεται μέχρι 36 μήνες (άρθρο 18 § 4).
4. Η κατάργηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας στις ΔΕΚΟ και η εκ νέου μείωση των μισθών στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα
Με προηγούμενους νόμους είχαμε μέχρι σήμερα την κατάργηση όλων των συμβάσεων εργασίας σε μισθούς και σε εργασιακές σχέσεις στον ΟΣΕ και την οριζόντια μείωση των αποδοχών σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις. Για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα η αρχή έγινε με το νόμο3833/2010 ο οποίος επέβαλλε οριζόντια μείωση των αποδοχών κατά 7% και μείωσε τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και κανονικής άδειας κατά 30%. Η συνέχεια ήταν ο νόμος 3845/2010 με τον οποίο επιβλήθηκε περαιτέρω οριζόντια μείωση των αποδοχών των εργαζόμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά 3% και ο 13ος και 14ος μισθός έγιναν μικρά επιδόματα (500 € τα Χριστούγεννα και από 250 € δώρο Πάσχα και επίδομα άδειας). Με το νομοσχέδιο που κατέθεσε βάζει ανώτατο όριο μικτών αποδοχών τις 4.000 € (εξαιρώντας βέβαια τα Golden Boys) και μειώνει οριζόντια κατά 10% τους μισθούς των εργαζόμενων εκείνων που έχουν μικτές μηνιαίες αποδοχές άνω των 1800 €. Τίθεται όριο πρόσθετων αμοιβών (υπερωρίες, εκτός έδρας κλπ) το 10% των δαπανών μισθοδοσίας. Για όσους έχουν μεταταγεί από την 1/1/2010 και μετά λαμβάνουν το μισθό της νέας τους θέσης και τυχόν παραπάνω αμοιβές που έπαιρναν στην προηγούμενη εργασία τους δεν τους ακολουθεί και καταργείται (άρθρο 2). Τι δείχνουν και τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι για όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις τελείωσαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ότι θα διαλυθεί ακόμη και ότι μέχρι σήμερα έχει γλυτώσει, ότι κάθε νέα «διαπραγμάτευση» με την τρόικα θα φέρνει και νέες μειώσεις στους μισθούς (αυτή είναι η τρίτη από το Μάρτιο του 2010 μέχρι σήμερα). Υπάρχει και μία ακόμη η οποία δεν έχει προσεχθεί όσο πρέπει. Για πρώτη φορά ένας εργαζόμενος σε δημόσια επιχείρηση που αν και έχει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης σήμερα επιλέγει να παραμείνει στην παραγωγή τιμωρείται με το να δικαιούται αύριο μικρότερη σύνταξη από ότι σήμερα. Αυτό συμβαίνει γιατί η βάση υπολογισμού του συντάξιμου μισθού συνεχώς μειώνεται με τις αλυσιδωτές μειώσεις μισθών που επιβάλλονται.
Εκτός όλων των άλλων μέσα στις ρυθμίσεις που αφορούν τον ΟΜΕΔ κρύβεται και μία διάταξη με την οποία η σύμβαση εργασίας των νεοπροσλαμβανόμενων στις δημόσιες επιχειρήσεις δεν ακολουθεί αυτά που ισχύουν για τους παλαιούς εργαζόμενους. Όπως αναφέρεται το άρθρο 56 του νόμου 3691/2010 συνεχίζει να ισχύει (άρθρο 17 § 1). Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «Η σύμβαση του προηγούμενου εδαφίου (δηλαδή των νεοπροσλαμβανόμενων) διέπεται από τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα, και της απόφασης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα στην επιχείρηση επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή από τον Κανονισμό Εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη συλλογική συμφωνία ή συλλογική ρύθμιση ή επιχειρησιακή συνήθεια, ιδίως ως προς τις αποδοχές των νεοπροσλαμβανομένων, τα ρεπό, τις άδειες, τις κάθε είδους προσαυξήσεις των αποδοχών, τα επιδόματα και λοιπές παροχές, καθώς και τη διαδικασία προσλήψεων − απολύσεων.»
5. Εισοδηματική πολιτική 2011, περιορισμός προσλήψεων, εργασιακό καθεστώς τύπου ΟΣΕ στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα ΑΒΕΕ και μειώσεις μισθών στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος
Με το άρθρο 3 § 1 απαγορεύεται η οποιαδήποτε αύξηση σε όλο το δημόσιο, τους ΟΤΑ και τις δημόσιες επιχειρήσεις για το 2011. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο πέντε αποχωρήσεις μία πρόσληψη με το νόμο 3833 για μετακλητούς υπαλλήλους, για μη πολιτικό προσωπικό ενόπλων δυνάμεων, για ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό νέων νοσηλευτικών μονάδων, για επιτυχόντες του ΑΣΕΠ και των φορέων για τους οποίους έχουν εκδοθεί οριστικά αποτελέσματα καταργούνται. (άρθρο 3 § 4γ). Το 2010 η κυβέρνηση περιόρισε τις εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού αορίστου χρόνου και τις συμβάσεις μίσθωσης έργου κατά 30% σε σχέση με το 09. Τώρα τις μειώνει αντίστοιχα για το 11 σε σχέση με το 10 κατά 15% (άρθρο 3 § 4δ). Για τους εργαζόμενους στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ ΑΒΕΕ) τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα απ’ ότι στις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις αφού γι’ αυτούς επιφυλάσσει τις ίδιες ρυθμίσεις που κατεδάφισαν το εργασιακό καθεστώς στον ΟΣΕ, μειώσεις μισθών, αλλαγές κανονισμών εργασίας, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, υποχρεωτικές μετατάξεις και απολύσεις (άρθρο 1 § 4). Για τους εργαζόμενους στην Αγροτική Τράπεζα και στις θυγατρικές της εκτός από την οριζόντια μείωση του 10% όσων έχουν αποδοχές άνω των 1800 € καταργεί σε όσους έχουν μικτές αποδοχές άνω των 1500 € το επίδομα χαμηλόμισθου και καταργεί πλήρως ένα ακόμη επίδομα (άρθρο 12). Επίσης οι προσλήψεις που είχαν δρομολογηθεί για την ΑΤΕ μέσω ΑΣΕΠ καταργούνται και οι επιτυχόντες θα προσληφθούν, υπό προϋποθέσεις από το ΙΚΑ. Οι προϋποθέσεις κατ’ αρχήν είναι οι ανάγκες αλλά και οι οικονομικές δυνατότητες του ΙΚΑ. Από κει και μετά οι επιτυχόντες προσλαμβάνονται αν υπάρχει αντίστοιχη θέση στο νομό αν όχι σε όμορους νομούς και αν δεν υπάρχουν κατά την κρίση του ΙΚΑ (άρθρο 13).
Οι προωθούμενες ρυθμίσεις είναι σε πλήρη αρμονία με τις απαιτήσεις των εργοδοτών, κατεδαφίζουν το εργατικό δίκαιο που κατακτήθηκε τον προηγούμενο αιώνα, καταργούν συλλογικές συμβάσεις δεκαετιών, επιχειρούν να εξαφανίσουν την όποια δυνατότητα συλλογικής δράσης και διαπραγμάτευσης, μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε ζούγκλα όπου κατισχύει το δίκαιο του εργοδότη, οδηγούν τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις σε μια ανηλεή μάχη καθιστώντας τα καθοριστικούς παράγοντες στο φαύλο κύκλο του ανταγωνισμού και οδηγούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του ελληνικού Λαού στη φτώχεια, στην ανασφάλεια, στην ανεργία και στο κοινωνικό περιθώριο.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ απαιτείται η δημιουργία ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μετώπου αντίστασης σ’ αυτές τις πολιτικές. Σήμερα που χτυπιούνται όλα αυτά που κατακτήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα η ανάγκη κοινής δράσης όλων των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητη. Η συντεχνιακή αντίληψη που ενυπάρχει σε μια σειρά συνδικαλιστικών οργανώσεων ότι ο καθένας μόνος του θα αντιμετωπίσει την κατάσταση και θα λειάνει τις επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής για το χώρο του είναι ατελέσφορη. Άλλο τόσο ατελέσφορη είναι και η αντίληψη ότι η κατάσταση αντιμετωπίζεται μέσα από την καθαρότητα και τον ιδεολογικό απομονωτισμό. Και τα δύο ίσως να προσφέρουν μια αυταρέσκεια σε κάποιους ότι επιτέλεσαν το καθήκον τους και να έχουν ενδεχομένως και κάποια παραταξιακά ή και κομματικά οφέλη. Τα ζητούμενα όμως είναι άλλα. Είναι η αντίσταση και η αποτελεσματική και πετυχημένη κινητοποίηση ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της κυβέρνησης και της τρόικας. Είναι η ανατροπή αυτής της πολιτικής. Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο κρινόμαστε σήμερα όλοι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου